Σκηνοθεσία: Bryan Singer
Σενάριο: Christopher McQuarrie
Πρωταγωνιστούν: Kevin Spacey, Stephen Baldwin, Benicio Del Toro, Gabriel Byrne
“The greatest trick the devil ever pulled was convincing the world he didn’t exist”. Με αυτή την επική ατάκα ολοκληρώνεται το αριστούργημα του Bryan Singer Συνήθεις Ύποπτοι, που έγινε 20 ετών πριν μερικές μέρες. Δε χρειάζεται άλλη αφορμή για να το θυμηθούμε.
Μια γνωριμία του νεαρού και άσημου τότε σκηνοθέτη Bryan Singer με τον Kevin Spacey στα πλαίσια του φεστιβάλ του Sundance, το 1993, έγινε η αφορμή για να έρθει στη ζωή αυτή η ταινία. Αφορμή για το concept αποτέλεσε μια γραμμή αναγνώρισης υπόπτων (line-up) που έτυχε να παρατηρήσει σε μια αφίσα ο σεναριογράφος McQuarrie. Όσο για τον τίτλο Συνήθεις Ύποπτοι η έμπνευση ήρθε από μια στήλη εφημερίδας με αυτό τον τίτλο, που εμπνεύστηκε με τη σειρά της από τη γνωστή ατάκα “Round up the usual suspects” (“συλλάβετε τους συνήθεις υπόπτους”) που εκστόμισε ως λοχαγός Renault ο Claude Rains στο συγκλονιστικό φινάλε της Καζαμπλάνκα.
Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε την αστυνομία του Λος Άντζελες να προσπαθεί να λύσει το μυστήριο μιας τεράστιας μάχης που έλαβε χώρα στο λιμάνι της πόλης και άφησε μόνο δύο επιζώντες. Ο ένας είναι ένας κουτσός μικροαπατεώνας (Spacey) που, καθώς ανακρίνεται απ’ την αστυνομία, αφηγείται τη δική του εκδοχή για το τι συνέβη, εμπλέκοντας 5 διαφορετικούς ανθρώπους που διέπραξαν μια ληστεία και βρέθηκαν τελικά στο στόχαστρο ενός μυστηριώδους όσο και περιβόητου εγκληματία, του Keyser Söze.
Έτσι, ο θεατής παρακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας (μέσω flashback) τα γεγονότα που προηγήθηκαν όπως τα αφηγείται ο Spacey, ενώ ταυτόχρονα οι αστυνομικοί περιμένουν από τον άλλο επιζώντα, έναν Ούγγρο εγκληματία, να συνέλθει και να τους περιγράψει τον Keyser Söze, καθώς είναι ο μοναδικός επιζών που τον γνωρίζει κατά πρόσωπο.
Αρκετά περίπλοκη δείχνει η υπόθεση, αλλά σας διαβεβαιώ πως δεν έχει καμιά σημασία. Η πλοκή στην ταινία αυτή δεν είναι παρά ένα Macguffin, μια παραπλάνηση δηλαδή, που απλώς δίνει την αφορμή για να ξεδιπλωθούν οι σεναριακές, σκηνοθετικές και ερμηνευτικές αρετές των συντελεστών του έργου, καθώς και να στηθεί το σκηνικό για το εκπληκτικό φινάλε.
Η πρωτοτυπία της ταινίας, όμως, είναι πως σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες που χρησιμοποιούν flashbacks, εδώ ο αφηγητής είναι και ο ίδιος ύποπτος για εγκλήματα, οπότε δεν είναι απαραίτητα αληθινά αυτά που περιγράφει και, κατά συνέπεια, αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν. Αυτό δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να δημιουργήσει ίσως την ταινία με τις περισσότερες (και πιο εντυπωσιακές) ανατροπές στην ιστορία του σινεμά. Όσο για το φινάλε; Αν, χωρίς να έχετε δει την ταινία, κάποιος κάνει το λάθος να σας το αποκαλύψει, πιστεύω πως έχετε κάθε δικαίωμα να του κόψετε την καλημέρα για τουλάχιστον μια βδομάδα…
Χάρη στο εξαιρετικό της σενάριο, αλλά και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η πλοκή της, η ταινία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και το σασπένς στα 106 λεπτά της διάρκειάς της, μ΄ έναν τρόπο παρόμοιο με αυτό των καλύτερων θρίλερ του “βασιλιά του σασπένς” Άλφρεντ Χίτσκοκ. Επίσης είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη, με σωστή ισορροπία ανάμεσα στη δράση, το μυστήριο και ενίοτε τη συγκίνηση. Οι ερμηνείες δεν προσθέτουν κάτι εντυπωσιακό, αλλά “κουμπώνουν” απόλυτα με το όλο εγχείρημα, με αυτές των Spacey και Byrne κατά κύριο λόγο να κινούνται σε υψηλά επίπεδα.
Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη τους προβολή, οι Συνήθεις Ύποπτοι έχουν αποδείξει περίτρανα πως αντέχουν και με το παραπάνω στο χρόνο, και έχουν δικαίως καθιερωθεί ως κλασική ταινία και μια από τις καλύτερες της δεκαετίας του ΄90. Κατά τη γνώμη μου, η ταινία είναι απλά εξαιρετική και, αν δεν την έχετε δει ακόμη, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το κάνετε κάποια στιγμή. Σας υπόσχομαι πως θα τη θυμάστε για αρκετό καιρό αφού το κάνετε…
Βαθμολογία: 9/10