Εν έτη δυο χιλιάδες δεκαπέντε δεν υπάρχει περιθώριο αμφιβολίας ότι βιώνουμε ως πολίτες του κόσμου την πραγματικότητα μίας εποχής ιλιγγιωδών ταχυτήτων, ξέφρενων τεχνολογικών καλπασμών, παγκοσμίων εξελίξεων, που δεν χαλαλίζουν τον χρόνο για μία ήπια προσαρμογή μας και κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων που σαν συνονθύλευμα μίας ανεξέλεγκτης ροής μεγάλων γεγονότων έρχονται και δεσπόζουν τρομακτικά πάνω από την αβέβαιη και ανασφαλή πολιτιστική και συνειδησιακή ταυτότητα των νεοελλήνων.
Κυρίαρχη άποψη που σχεδόν ψιθυρίζεται ενοχικά και όμως μεγάλη μερίδα των πολιτών γνωρίζει πολύ καλώς και φαίνεται να την ενστερνίζεται ως τάση είναι αυτή της απολιτίκ τοποθετήσεως. Σε αυτό το σκοτεινό τοπίο της παραπληροφόρησης, της οργανωμένης προπαγάνδας και της διακαναλικής χειραγώγησης, ο Έλληνας, συνήθως ο νεότερος σε ηλικία, βρίσκει την “σωτηρία” του από την υποκρισία των πολιτικών στο πρόσωπο μίας καλώς φτιασιδωμένης παραίτησης από τα κοινά, επομένως και από την ίδια την ζωή που οργανώνεται και δομείται στους κόλπους της κοινωνίας από τους ίδιους τους πολίτες στα πλαίσια της δημοκρατικής λειτουργίας και διακυβέρνησης.
Η αποχή από τα κοινά βεβαίως δεν θα μπορούσε παρά να διαφημιστεί ως ένα προϊόν σκέψης και φιλοσοφημένης επιλογής. Μόνο έτσι άλλωστε θα γνώριζε απήχηση και θα λειτουργούσε υπέρ των ολιγαρχιών της εξουσίας. Ο σύγχρονος Έλληνας δηλώνει απογοητευμένος από τους πάντες. Οι πολιτικοί, οι πνευματικοί άνθρωποι, ακόμα και ο γείτονας, όλοι του είπανε ψέματα, εξυπηρετήσανε προσωπικά συμφέροντα και έφεραν την χώρα στη σημερινή θλιβερή εικόνα της. Επομένως σε ένα ντελίριο εφηβικής κοπής ο νεοέλληνας αποφασίζει ότι καμία ιδεολογία δεν τον εκφράζει και δεν έχει πλέον νόημα να αγωνίζεται για οτιδήποτε συλλογικό. Κλείνεται στο καβούκι της ιδιωτικότητας, της μικροαστικής αντίληψης και αγκαλιάζει την αιωνίως αγαπημένη ρήση του λαού μας “έχει ο Θεός”.
Ωστόσο, αυτή η δήθεν απελευθέρωση από τα δεσμά της ασημαντότητας αποτελεί μία άκρως πολιτική θέση. Ο ελεύθερος πολίτης που εγκαταλείπει το μέλλον το τόπου του στις προθέσεις των εξουσιαστών δίχως την παραμικρή αμφισβήτηση, δίχως την ελάχιστη παρέμβαση παύει να είναι ελεύθερος, επιτρέποντας στην εκάστοτε κυβέρνηση να ασκήσει ανενόχλητη όποια πολιτική επιθυμεί επιτυχημένα και ανεμπόδιστα.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να καταστεί σαφές πως συμμετοχή στην πολιτική δεν συνεπάγεται γηπεδοποίηση της κοινωνίας και βαθύτερο χάσμα μεταξύ αριστερών και δεξιών πολιτών. Μία τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε πάλι τη διαστροφή του πολιτεύματος που ανεξαρτήτως χρώματος αποτελεί ένα σώμα που σαν πολίτες οφείλουμε συνεχώς να ελέγχουμε και να αμφισβητούμε εάν πραγματικά επιθυμούμε να διατηρήσουμε σταθερό το οικοδόμημα της δημοκρατίας. Συνεπώς άγονος φανατισμός και συμμετοχή στα κοινά αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικές και εχθρικές μεταξύ τους υποθέσεις.
Θυμάμαι σε αυτό το σημείο έναν προσωπικά αγαπημένο μου άνθρωπο της τέχνης. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας σπουδαίος συνθέτης, ποιητής και λόγιος άνθρωπος εάν και φύσει ρομαντικός, μοναχικός και ευαίσθητος ποτέ δεν έπαψε στιγμή να σχολιάζει τα κακώς κείμενα της εποχής του χωρίς όμως να φορέσει ποτέ στη ζωή του πράσινες και γαλάζιες παρωπίδες. Παρέμεινε πολίτης με όλη τη σημασία της λέξης και δεν μετάνιωσε γι αυτό.
Εάν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χατζιδάκι αλλά και τόσων άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων τότε θα αναγνωρίζαμε άμεσα την κενότητα και τον κίνδυνο της λοβοτομής που τόσο έντεχνα μας επιβάλλεται.
Σκέφτομαι πως ο ικανότερος ηγέτης είναι εκείνος που ποτέ δεν τόλμησε να είναι. Μήπως τελικώς ο κάθε πολίτης ξεχωριστά εμπεριέχει αυτή την ιδιότητα;