Πάντα αναρωτιόμουν σε τι κόσμο ζούμε, και σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας. Ένας κόσμος μαγευτικά πλασμένος από άμμο, που μόλις πέσει πάνω μια σταγόνα νερό θα γκρεμιστεί σε δευτερόλεπτα. Άνθρωποι ψεύτικοι, κενοί, σαν ένα άδειο μπουκάλι από βότκα… Σε πλησιάζουν, μπαίνουν στη ζωή σου, απαιτούν να αποκτήσουν μια θέση στην καρδιά σου, στο μυαλό σου, στο κρεβάτι σου, οπουδήποτε… Αρκεί να βολευτούν.
Άνθρωποι που ζουν με δεκανίκια, στηριζόμενοι στις ζωές των άλλων, και ειδικότερα στις τσέπες των άλλων. Νομίζουν πως αν καταστρέψουν την ζωή σου, θα συνεχίσουν να ζουν με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν, κλέβοντας , λέγοντας ψέματα… Όμως φτάνοντας στην ηλικία που είμαι τώρα στα 26 πλέον και με βάση των όσων έχω βιώσει μέχρι τώρα στη ζωή μου, έχω καταλήξει στο γεγονός πως η ζωή είναι σαν τον τζόγο, δηλαδή δίνεις και παίρνεις… Κι όταν λέω δίνεις και παίρνεις το εννοώ. Όταν κάθε μέρα ζεις μέσα στο βούρκο και στο ψέμα, όταν παίρνεις τα πάντα και δίνεις απλόχερα μόνο πόνο, πίκρα και κακία, τι περιμένεις? Η ζωή θα σε ανταμείψει την κατάλληλη στιγμή και με το δικό της τρόπο.
Άλλωστε όπως λένε και οι παλιές παροιμίες ”ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται”. Έτσι λοιπόν και όλοι αυτοί οι σουλατσαδόροι θα χαίρονται μέχρι τη στιγμή που θα έρθουν αντιμέτωποι με τα δικά τους ψέμματα, απέναντι στη ζωή, και θα δεχτούν το μεγαλύτερο χαστούκι. Ένα χαστούκι που θα πονέσει τόσο πολύ, όχι το μάγουλο αλλά αυτά τα σάπια σωθικά που κουβαλάνε. Θα έρθει η στιγμή που θα κλάψουν αληθινά από απελπισία και όχι από κάποιο τέχνασμα πάλι. Θα νιώσουν την απογοήτευση, την πίκρα, τον διωγμό. Ναι τον διωγμό…
Γιατί ευνόητο είναι, όταν έχεις μάθει να κλωτσάς τα πάντα και τους πάντες προκειμένου να προχωρήσεις, όταν πατάς επί πτωμάτων, θα έρθει φίλε μου η στιγμή που θα σε κλωτσήσουν και σένα τόσο δυνατά, αυτοί οι οποίοι κάποτε κατέστρεψες εσύ. Κάποτε κάποιος ”σοφός” φίλος μου είπε ”Είσαι τόσο δυνατή, που εύχομαι να μην σου δώσει ποτέ ο Θεός όσα μπορείς να αντέξεις”. Και ξέρεις γιατί? Γιατί όταν έχεις μάθει να περνάς διά πυρός και σιδήρου, δεν φοβάσαι τα σκάγια μιας ανακατασκευασμένης καραμπίνας που κάποιος ”άχρηστος”, σου κολλάει στην καρδιά…
Έτσι έμαθα, περνώντας τις μπόρες της δικής μου ζωής, να παίρνω το καφεδάκι μου και να κάθομαι στην πρώτη θέση του θεάτρου ”καμαρώνοντας” αυτούς που κάποτε κατέστρεψαν δίχως οίκτο τη δική μου ζωή και τόσων άλλων, και να τους βλέπω να εκτίθενται μπροστά σε μια αυλαία με μοναδικό θεατή εμένα ”το ίδιο τους το θύμα”… ένα θύμα που στάθηκε ξανά στα πόδια του για να τους δει να λυγίζουν, όπως οι σάπιοι κορμοί ενός δέντρου…
Τώρα πια ξέρω “ότι τον δρόμο της ζωής μου, θα τον στολίσω εγώ μόνη μου με ροδοπέταλα και όχι με δανεικά αγκάθια”…