Οι Δώδεκα Ένορκοι (12 Angry Men, 1957)
Σκηνοθεσία: Sidney Lumet
Σενάριο: Reginald Rose
Πρωταγωνιστούν: Henry Fonda, Lee J. Cobb, Ed Begley, Jack Warden
Ξέρω πως αυτή την εποχή κυκλοφορούν διαρκώς καινούριες ταινίες που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα και να γράψω για μια πολύ παλιά ταινία που (ξανα)παρακολούθησα πρόσφατα και δε σταματά να με εκπλήσσει όταν τη σκέφτομαι ή διαβάζω γι΄ αυτήν.
Η υπόθεση του ασπρόμαυρου αριστουργήματος του πρωτάρη τότε Sidney Lumet (Serpico, Network) είναι απλή. Ένας 18χρονος, μεγαλωμένος σε φτωχογειτονιά, κατηγορείται για τη δολοφονία του πατέρα του, η δίκη έχει ολοκληρωθεί και επί 95 λεπτά παρακολουθούμε τη συνεδρίαση των ενόρκων μέχρι να εκδώσουν ομόφωνη απόφαση. Σταδιακά αποκαλύπτονται στοιχεία για το χαρακτήρα και την προσωπική ζωή τους, καθώς και ορισμένες αντιλήψεις τους και πώς αυτές επηρεάζουν την ετυμηγορία τους.
Προσωπικά ανακάλυψα την ταινία (όπως και πολλοί άλλοι όπως διαπίστωσα), χάρη στην εκπληκτική βαθμολογία της στο IMDb (8.9 και 5η θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών). Προφανώς το συγκεκριμένο site δεν είναι 100% αξιόπιστο, ούτε η βαθμολογία αυτή αποτελεί τη μοναδική διάκριση της ταινίας, αλλά είναι αλήθεια πως όλοι οι σινεφίλ λίγο πολύ ψάχνουν στο IMDb για ταινίες, οπότε η εξέχουσα θέση των Δώδεκα Ενόρκων εκεί προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως η ταινία δε διαθέτει κανένα στοιχείο από αυτά που συνήθως προσελκύουν το κοινό. Μεγάλα ονόματα; ΟΚ, ο Fonda ήταν πολύ καλός ηθοποιός αλλά σίγουρα όχι αστέρας, για τους υπόλοιπους ούτε λόγος. Δράση; Όλη η ταινία διαδραματίζεται σ΄ ένα δωμάτιο με 12 τύπους να συζητούν ασταμάτητα. Τεχνολογία; Ούτε καν έγχρωμη δεν είναι! Έρωτες και ρομαντικές ιστορίες; Δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα στο καστ. Γιατί λοιπόν αυτή η ταινία θεωρείται τόσο καλή; Και, κυρίως, γιατί αυτή η ταινία είναι τόσο καλή;
Όπως διαπίστωσα, όσο πιο «φτωχή» έκανε ο Lumet την ταινία του, τόσο πιο ενδιαφέρουσα αυτή έγινε. Δε δείχνει καμία σκηνή από αυτές που περιγράφονται (μέσω flashback, για παράδειγμα), γιατί αυτό θα χαλούσε τη ροή του διαλόγου μεταξύ των ενόρκων, οι οποίοι άλλωστε δε μπορούσαν να δουν αυτές τις σκηνές όσο συζητούσαν. Για τον ίδιο λόγο παραμένουν άγνωστα μέχρι τέλους τα ονόματα των ενόρκων (εκτός από δύο που αποκαλύπτονται στην τελευταία σκηνή), καθώς ο Lumet προσπαθεί να δείξει στο θεατή πως πρόκειται για δώδεκα απλούς καθημερινούς ανθρώπους και να τον ταυτίσει με αυτούς. Εξάλλου, ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση τους, έτσι δεν είναι;
Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως ο 33χρονος τότε σκηνοθέτης δε χειρίζεται αριστοτεχνικά την κάμερα, με τα κοντινά πλάνα σε αντικείμενα ή στα πρόσωπα των ενόρκων να εντυπωσιάζουν, ενώ γυρίζοντας την ταινία εξ ολοκλήρου σ΄ ένα απλό δωμάτιο δημιουργεί μια θεατρική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα απόλυτα ταιριαστή με την υπόθεση.
Σημείο-κλειδί της επιτυχίας, όμως, είναι το σενάριο. Οι διάλογοι είναι ρεαλιστικοί, επίκαιροι, διδακτικοί, ακόμη και χιουμοριστικοί όταν χρειάζεται. Το έργο αποτελεί ύμνο στην ανθρώπινη λογική και τη χρήση της στη δημιουργία επιχειρημάτων και τη διαμόρφωση απόψεων, στοιχεία δηλαδή που κάνουν το είδος μας να ξεχωρίζει. Επιτίθεται εύστοχα στις πάσης φύσεως προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, ενώ τονίζει με τον πιο πειστικό τρόπο πως μια από τις μεγαλύτερες αρετές του ανθρώπου είναι να αποδέχεται το ενδεχόμενο σφάλματος στη σκέψη και τις πράξεις του.
58 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, το αριστούργημα του Lumet φαίνεται πως παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ και έχει καταφέρει να προσελκύσει το σύγχρονο κοινό περισσότερο από τις πιο διάσημες ταινίες της εποχής του. Περίεργο; Ίσως. Άδικο; Σε καμιά περίπτωση.