Δεν πίστευα ούτε καν ότι υπήρχαν παθολογικές αγάπες, μέχρι που έτυχε και σε μένα. Αυτές οι ”αλκοολικές’ αγάπες που σε λιώνουν μέρα με τη μέρα, παίρνουν ότι πολυτιμότερο έχεις και σε αφήνουν στη δυστυχία σου… Ζεις αναγκαστικά, και στην ουσία είσαι ένα κενό κουφάρι. Αυτές που σε ρίχνουν στο ποτό, στο τσιγάρο, στο ξενύχτι, στο δάκρυ και με ένα τηλεφώνημα ή μήνυμα είσαι διατεθειμένος να τινάξεις τα πάντα στον αέρα, για ένα και μόνο πράγμα, μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χάδι και ένα Ψέμα.
Αυτό το ψέμα, που τόσο πολύ έχεις ανάγκη να ακούσεις, μόνο και μόνο για να ανακουφιστεί λίγο ο πόνος που νιώθεις μέσα σου και να έχεις ένα λόγο να συνεχίσεις την αυτοκαταστροφή σου… Όλα ήταν τόσο όμορφα πριν μου τύχει όλο αυτό. Η ζωή μου κυλούσε σε φυσιολογικούς ρυθμούς με τα καλά και τα άσχημα της. Μια συνηθισμένη ζωή, χωρίς υπερβολές, πάντα όλα γίνονταν με μέτρο. Μέχρι εκείνη τη μέρα που σε γνώρισα, και ένιωσα με την πρώτη ματιά να καταστρέφεται όλος ο κόσμος μπροστά μου. Όλοι και όλα ξεχάστηκαν, το μυαλό μου έφυγε, χάθηκα μέσα στο σώμα μου…
Χάθηκα μέσα στο ”εγώ” σου και στο ψεύτικο ”εμείς”. Σου έδωσα το πράσινο φως να μπεις σαν σίφουνας στη ζωή μου και να κάνεις ότι θέλεις… Και, αυτό έκανες, ερχόσουν και έφευγες όποτε ήθελες. Πάντα γινόταν αυτό που εσύ ήθελες, χωρίς πολλά λόγια, ένα βλέμμα σου ήταν αρκετό για να με καθηλώσει. Κάθε βράδυ βρισκόμουν στο λιμάνι, με συντροφιά ένα cd που μου είχες χαρίσει, μια μπύρα και ένα πακέτο τσιγάρα. Άνθρωποι παντού, τριγύρω στο λιμάνι, με μπουφάν και σκούφους να κάνουν χαβαλέ και να ψαρεύουν, κι εγώ με κοντομάνικο και σορτσάκι Νοέμβριο μήνα, να περιμένω… Ούτε κι εγώ δεν ήξερα τι περίμενα, τι ρε γαμώτο μου? Ένα μήνυμα, ένα τηλεφώνημα, εσένα? Τι από όλα… Νύχτες ατελείωτες να βλέπω καράβια να μπαίνουν και να βγαίνουν, κι εγώ να κάθομαι εκεί και να περιμένω, κι όσο μεγάλωνε η νύχτα τόσο τα κύματα της θάλασσας μου έβρεχαν όλο το πρόσωπο…
Ένιωθα την αλμύρα να με ποτίζει και τα δάκρυα μου να γίνονται ένα με αυτήν. Μέχρι που μια μέρα, δεν άντεξα άλλο. Ήταν εκείνη η μέρα που αποφάσισα πως πρέπει να γίνεις απλά μια ανάμνηση ξεκινώντας πρώτα από την καρδιά μου… Έπρεπε να σε ξεχάσω, πως όμως να το έκανα? Αποφάσισα, πως έπρεπε πρώτα να σε μισήσω, άλλωστε είχα τόσους λόγους για επιχειρήματα. Και αυτό έκανα, έκλαψα, λύγισα νύχτες ατελείωτες στο σπίτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι αγκαλιά με ένα μπουκάλι μπύρα… Βλέπεις δεν πήγαινα πια στο λιμάνι, γιατί έπρεπε να ξεχάσω τα μέρη που πηγαίναμε μαζί… Ο καιρός πέρασε και άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, μαζεύοντας ένα, ένα τα κομμάτια μου…
Πέρασαν χρόνια, όμως ποτέ δεν με άφησες να προχωρήσω χωρίς να ξέρω που είσαι και τι κάνεις… Φρόντιζες να ξέρω που βρίσκεσαι, απλά και μόνο για να σκάβεις το μυαλό μου, για να βασανίζεις τις νύχτες μου. Πάντα, μπροστά μου, δήθεν τυχαία στο δρόμο, τυχαία κάτω από το σπίτι μου, τυχαία ένα μήνυμα στο κινητό όταν βρισκόμουν στην άλλη άκρη της γης. Δεν λύγισα ποτέ, δεν άφησα τα ”θέλω” μου να κυριεύσουν τα ”πρέπει” μου… Δεν θα σ’ αφήσω ξανά ”να κάνεις το κομμάτι σου”, το μόνο που θα κάνω πια είναι να γίνεις εσύ το κομμάτι μου και όποτε σε σκέφτομαι να τραγουδάω με βλέμμα ειρωνικό. Το βλέμμα που σου αξίζει…
Ένα πράγμα με κάνει πολύ ευτυχισμένη, το ότι πνίγηκες μέσα στα ίδια σου τα ψέματα, ότι ξεκίνησες για πλάκα και χαβαλέ, ότι μου βασάνισες το μυαλό και την ψυχή μου, φεύγοντας όμως σου άφησα τόσα πολλά που θα σε βασανίζουν για όσο υπάρχεις… Άλλωστε όπως είπες κι εσύ κάποτε ”Πήρες το μυαλό και την καρδιά μου και μου άφησες ένα κουφάρι”…
Τώρα λοιπόν σου λέω κι εγώ, πως όταν ο θάνατος μου ψιθύρισε ”ζήσε γιατί έρχομαι” τότε κατάλαβα τα πάντα, γι αυτό έφυγα….