Κατασκοπική, 144΄
Σκηνοθεσία: Sam Mendes
Σενάριο: John Logan, Neal Purvis, Robert Wade, Jez Butterworth
Πρωταγωνιστούν: Daniel Craig, Léa Seydoux, Christoph Waltz, Ralph Fiennes
Τέταρτο και (μάλλον) τελευταίο μέρος του επιμέρους franchise James Bond με τον Daniel Craig στο ρόλο του διάσημου πράκτορα. Αν είναι όντως το τελευταίο, πρόκειται για έναν ευχάριστο, αν όχι ιδανικό, αποχαιρετισμό.
Η εναρκτήρια σκηνή, με τον Bond να εξαρθρώνει ένα μέρος μιας σπείρας τρομοκρατών στην Πόλη του Μεξικού, είναι μια από τις καλύτερες που έχουμε δει στη σειρά. Όταν την είδα, πίστεψα πως θα έμενε ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Δύο και κάτι ώρες μετά, τα όσα είχα δει μόνο που δε την διέγραψαν από αυτήν.
Η απειλή για τον πράκτορα, όπως και στο Skyfall, έρχεται από το παρελθόν του, είτε το έχουμε παρακολουθήσει σε προηγούμενες ταινίες του είτε όχι. Αντιμετωπίζει την πανίσχυρη οργάνωση SPECTRE, που δείχνει να κρύβεται πίσω από κάθε καταστροφή. Ποιος όμως κρύβεται πίσω από αυτήν, και τι στόχοι και κίνητρα πίσω απ΄ τη δράση του; Ταυτόχρονα, ο Bond και ο προϊστάμενός του Μ (Fiennes) απειλούνται με… απόλυση καθώς θεωρούνται ξεπερασμένοι μπροστά στα σύγχρονα μέσα κατασκοπίας και παρακολούθησης.
Έχοντας πάρει γεύση James Bond απ΄ το Skyfall, o έμπειρος και ικανότατος Mendes αναλαμβάνει τα ηνία και δημιουργεί μια άψογη ταινία από σκηνοθετικής άποψης. Εκπληκτικές σκηνές δράσης, με τη βοήθεια της μουσικής και των οπτικών και ηχητικών εφέ, φυσικά, με τα κυνηγητά, τις μάχες σώμα με σώμα ή… αυτοκίνητο με αυτοκίνητο, τις εκρήξεις και τις συγκρούσεις να είναι καλύτερες από ποτέ. Σίγουρα ο Mendes είχε ένα τεράστιο μπάτζετ και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα χέρια του, αλλά άλλο να τα έχεις όλα αυτά, άλλο να τα εκμεταλλεύεσαι.
Ο Craig μάλλον μας αποχαιρετά ως 007, αφήνοντας γλυκόπικρη γεύση. Στην 4η ταινία του σ΄ αυτό το ρόλο, έχει ταυτιστεί επιτέλους με αυτόν. Συστήνεται ως “Bond. James Bond”, παραγγέλνει μαρτίνι “shaken, not stirred”, φοράει πανάκριβα κοστούμια, οδηγάει – και καταστρέφει, αν χρειαστεί – πανάκριβα αυτοκίνητα και ρίχνει ό,τι θηλυκό κινείται. Δεν τα κάνει πια, όμως, επειδή απλά κάποιος τον έβαλε σ΄ αυτό το ρόλο, αλλα επειδή έχει μπει ολοκληρωτικά στο πετσί του θρυλικού χαρακτήρα που ερμηνεύει, πράγμα που δυστυχώς δεν κατάφεραν όλοι όσοι βρέθηκαν κατά καιρούς στην ίδια θέση.
Τον Craig σιγοντάρει ένας αξιολάτρευτος κακός, ο Christoph Waltz, που επιδεικνύει το γνωστό συνδυασμό ευστροφίας, μαύρου χιούμορ και κυνικότητας για τον οποίο το θαυμάσαμε στους “Άδωξους Μπάσταρδους” και τον “Django”. Ο Fiennes είναι «σταθερή αξία», ενώ μας άρεσε και ο Andrew Scott στο ρόλο του θρασύδειλου γραφειοκράτη που προσπαθεί να ξηλώσει την υπηρεσία του 007 και να εγκαταστήσει ένα «οργουελικό» παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης.
Ανοίγοντας το φάκελο “Bond Girls”, βρίσκουμε την ευχάριστη έκπληξη του έργου, τη Léa Seydoux. Αν και ποτέ δεν την είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση, η 30χρονη Γαλλίδα έχει θέσει τις βάσεις να αφήσει ανεξίτηλο το όνομά της στην ιστορία των κοριτσιών του 007, χάρη στο συνδυασμό γοητείας, δυναμισμού και αυτοπεποίθησης που προσφέρει. Η παρουσία της με ενθουσίασε τόσο που συγχώρεσα τους σεναριογράφους για την επιλογή τους να δώσουν μόνο 5 λεπτά παρουσίας στη Μόνικα Μπελούτσι, που προφανώς δεν προλαβαίνει να κάνει (σχεδόν) τίποτα.
Κλείνοντας, οφείλω να ομολογήσω πως σε διάστημα 145 λεπτών (χωρίς διάλειμμα), μόλις 3 φορές αποσπάστηκε έστω και στο ελάχιστο η προσοχή μου από την οθόνη, καθώς η ταινία με απορροφούσε πλήρως, με εξαίρεση μια μικρή κοιλιά κάπου στα μισά. Αν και κατά τη γνώμη μου η διάρκεια θα μπορούσε να είναι 10-15 λεπτά μικρότερη, μικρό το κακό. Στα χέρια μας έχουμε την καλύτερη ταινία James Bond επί ημερών Daniel Craig, κι αυτό αρκεί.
https://www.youtube.com/watch?v=1iGkEURV0F4