Στην κοινωνία που ζούμε, μια κοινωνία πολυεπίπεδων αντιθέσεων, οι ξένες γλώσσες αποτελούν προσόν και «δικλείδα» για το σύγχρονο άνθρωπο. Σχεδόν με τα περισσότερα αντικείμενα που θα καταπιαστεί, θα πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα. Η αναγκαιότητά τους κρίνεται επιβλητική σε όλο και μικρότερες ηλικίες, αφού κοινός στόχος όλων είναι η καλύτερη μετάδοση των γνώσεων. Σε ποια ηλικία, όμως, πρέπει τα παιδιά να αρχίζουν την εκμάθησή τους; Με ποιον τρόπο και πώς μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς. Όσο πιο μικρό τόσο το καλύτερο ή το αντίστροφο;
Κάθε παιδί κατέχει την ικανότητα να μάθει οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου αρκεί να την εξασκήσει σταδιακά και σταθερά. Αρκεί όμως αυτό το παιδί να μάθει την γλώσσα στην περίοδο κατάλληλης ετοιμότητας. Όσο πιο μικρό είναι το παιδί όταν έρχεται σε καθημερινή επαφή με μια γλώσσα, τόσο πιο εύκολο θα είναι να την αφομοιώσει ως άκουσμα για να μπορέσει σιγά σιγά να μάθει τη δομή και τους κανόνες της. Από 2 έως περίπου 8ετών, τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις τους-ακούνε, μιλούν, αντιδρούν, παίζουν. Σε αυτή, λοιπόν, την ηλικία είναι πολύ εύκολο να αρχίσουν να μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα.
Σύμφωνα με την άποψη πολλών εκπαιδευτικών, η κατάλληλη ηλικία για να έρθει ένα παιδί σε μια πρώτη επαφή με μια ξένη γλώσσα είναι η προσχολική και έπειτα να διδαχθεί συστηματικά μετά τη Β΄ Δημοτικού, όταν θα έχει πια κατακτήσει το αλφάβητο και τους βασικούς γραμματικούς κανόνες της μητρικής του γλώσσας.
Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σε νεαρή ηλικία βελτιώνει και ικανότητες απομνημόνευσης, υπολογισμού στο μάθημα των Μαθηματικών για παράδειγμα. Από την άλλη τίθεται και ένα άλλο ζήτημα, εκείνο στο οποίο ενέχει το ζήτημα της μάθησης δύο γλωσσών ταυτόχρονα. Εδώ, αξίζει να πούμε πως τα παιδιά όχι μόνο δεν περιπλέκονται, αν βέβαια η διαδικασία μάθησης γίνει με σωστό τρόπο, αλλά και « εξωθούνται από τα τείχη» της μιας και μοναδικής γλώσσας, της μητρικής τους. Τα παιδιά που εκτίθενται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες είναι, συνήθως, πιο δημιουργικά και κατακτούν ολοένα και περισσότερο το επίπεδο τελικής γνωσιακής ανάπτυξης.
Μόλις αρχίσει αυτή η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα όπως η ικανότητα επικοινωνίας με τους υπόλοιπους ανθρώπους θα αρχίσουν να διαφαίνονται και άλλα πλεονεκτήματα όπως η καλύτερη σχολική απόδοση, ικανότητα σύνθετης αντίληψης και κοινωνικοποίησης, καλλιέργεια κριτικής σκέψης.
Επιπλέον, τα οφέλη είναι πολλαπλά και σημαντικά και σε κοινωνικό επίπεδο. Μια ξένη γλώσσα αποτελεί «εισιτήριο» για πρόσβαση σε νέους πολιτισμούς. Τα παιδιά μαθαίνουν να εκφράζουν νέες, πιο σύνθετες ιδέες καθώς εκτίθενται σε πολιτισμικά ερεθίσματα τα οποία δεν τους ήταν γνώριμα έως τότε. Και βέβαια, η κατάκτηση των ξένων γλωσσών αυξάνει τις ευκαιρίες για μεγαλύτερη ζήτηση και επαγγελματική ανέλιξη, με πιο «δημοφιλή» εκείνη των Αγγλικών.
Αναμφιβόλως, δεν υπάρχει η κατάλληλη συνταγή που θα μας πει πότε θα ξεκινήσουμε μια δεύτερη ξένη γλώσσα. Γνώμονας για να πάρουμε την κατάλληλη απόφαση είναι ο χαρακτήρας του παιδιού, η ευπλαστότητά του στην μάθηση και η σταδιακή του ανάπτυξη.