Στην ερώτηση: «Τι δεν μπορείς να συγχωρήσεις σε κάποιον», η απάντηση ήταν «Τα ψέματα. Το να με εξαπατούν». Έχω ακούσει αρκετές φορές αυτή την απάντηση και η αλήθεια είναι πως ήμουν κι εγώ ένας τέτοιος άνθρωπος. Φώναζα δυνατά ότι μισώ τα ψέματα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όταν κάποιος μου έλεγε ‘ψέματα’ εγώ βασανιζόμουν. Γιατί να μου το κάνει κάποιος αυτό; Είτε το ψέμα αφορούσε εμένα, είτε ήμουν εγώ ο δέκτης κάποιου ψέματος το οποίο αφορούσε κάποιον άλλο. Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να λένε ψέματα; Ήταν από τα ελάχιστα πράγματα που δεν μπορούσα να δεχτώ με τίποτα. Τελικά, όντως λένε τόσα ψέματα οι άνθρωποι;
Μεγαλώνοντας, είδα κάτι. Είδα ότι μία αλήθεια έχει περισσότερες από μία όψεις. Στο ίδιο γεγονός, η δική μου αλήθεια δεν ήταν ακριβώς η ίδια με την αλήθεια του διπλανού μου. Η δική του, κατά την άποψη μου, είχε μία δόση ‘ψέματος’. Ή μήπως όχι; Μήπως, πολύ απλά, η δική του αντίληψη για τα γεγονότα ήταν διαφορετική από τη δική μου;
Όλοι οι άνθρωποι δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Κάτι το οποίο για εμένα μοιάζει γελοίο και ανάξιο προσοχής, για τον διπλανό μου μπορεί να είναι το σημαντικότερο θέμα. Το πιο άξιο για συζήτηση και προβληματισμό. Έχουμε ήδη διαφορετικές αλήθειες!
Πολλοί είναι οι παράγοντες οι οποίοι μπορεί να σε οδηγήσουν σε μία διαφορετική αλήθεια. Όχι μόνο από τον διπλανό σου, αλλά και από τον εαυτό σου. Βλέπουμε τελείως διαφορετικά τα πράγματα αναλόγως με τη διάθεση μας. Βλέπουμε τελείως διαφορετικά τα πράγματα όταν ήμαστε ερωτευμένοι, με αυτόν που έχουμε δίπλα μας, και όταν δεν ήμαστε. Βλέπουμε τελείως διαφορετικά τα πράγματα όταν ήμαστε σε καλή διάθεση, από όταν έχουμε πεσμένη διάθεση. Είναι και οι δύο, απλές περιπτώσεις που μας οδηγούν σε μια διαφορετική αλήθεια.
Φυσικά δεν προσπαθώ να πω ότι κανένας δεν λέει ψέματα. Αυτό θα ήταν μεγάλο ψέμα! Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως η αλήθεια μπορεί να είναι μία, όμως δεν την αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Έτσι την επόμενη φορά που θα νιώσετε ‘προδομένοι’ από κάποιον επειδή σας είπε ψέματα, ψάξτε το λίγο περισσότερο. Ρωτήστε τον ευθέως: «Γιατί το είπες αυτό;», η απάντηση του μπορεί να σας αφήσει άφωνους. Μπορεί να ανακαλύψετε ότι αυτή είναι η δική του, διαστρεβλωμένη ίσως, αλήθεια. Και τότε θα είστε σε θέση να βρείτε την πραγματική αλήθεια η οποία βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση!
Εγώ προβληματίστηκα πρώτη φορά με αυτό το θέμα όταν διάβασα μία ιστορία από τον αγαπημένο μου Χόρχε Μπουκάι στο «Να σου πω μια ιστορία». Η ιστορία έχει τίτλο: «Το βλέμμα του έρωτα.»
Ο βασιλιάς ήταν ερωτευμένος με τη Σαμπρίνα, μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής που την έκανε τελευταία του γυναίκα.
Ένα απόγευμα, ενώ ο βασιλιάς έλειπε στο κυνήγι, ήρθε ένας αγγελιοφόρος να ειδοποιήσει ότι η μητέρα της Σαμπρίνα ήταν άρρωστη. Ο βασιλιάς της είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την προσωπική του άμαξα, κι αν παραβίαζε την εντολή του θα το πλήρωνε με το κεφάλι της. Ωστόσο, η Σαμπρίνα μπήκε στην άμαξα κι έτρεξε στο πλευρό της μητέρας της.
Όταν γύρισε ο βασιλιάς έμαθε τα καθέκαστα.
«Μα δεν είναι θαυμάσιο;» είπε. «Αυτό είναι αληθινή αγάπη της κόρης προς τη μητέρα. Δεν την ένοιαξε να διακινδυνεύσει το κεφάλι της για να φροντίσει τη μητέρα της. Είναι υπέροχη!»
Την άλλη μέρα, ενώ η Σαμπρίνα καθόταν στον κήπο του παλατιού και έτρωγε φρούτα, ήρθε ο βασιλιάς. Τον χαιρέτησε και μετά δάγκωσε το τελευταίο ροδάκινο που είχε το καλάθι.
«Φαίνονται γλυκά!» είπε ο βασιλιάς.
«Πράγματι» είπε η βασίλισσα και απλώνοντας το χέρι της, έδωσε στον αγαπημένο της το τελευταίο ροδάκινο.
«Πόσο με αγαπάει!» σχολίασε μετά ο βασιλιάς. «Στερήθηκε την απόλαυση της για να μου δώσει εμένα το τελευταίο ροδάκινο του καλαθιού. Δεν είναι καταπληκτική;»
Πέρασαν ορισμένα χρόνια και –ποιος ξέρει γιατί- ο έρωτας και ο πόθος έσβησαν από την καρδιά του βασιλιά.
Καθόταν μαζί με ένα στενό του φίλο και του έλεγε:
«Ποτέ δεν φέρθηκε σαν βασίλισσα. Μια φορά, μάλιστα, παράκουσε τη διαταγή μου να μη χρησιμοποιήσει τη βασιλική άμαξα και θυμάμαι μια μέρα που μου έδωσε να φάω ένα δαγκωμένο φρούτο.