Ο χώρος των Βαλκανίων από τα αρχαία χρόνια υπήρξε χώρος έλξης λαών, που εισέβαλαν σε αυτόν από τα βόρεια, τα ανατολικά και τη Δύση. Αυτό εξηγεί την εθνολογική διαφοροποίηση του πληθυσμού της περιοχής. Τα πολλά και ποικίλα αυτά ενεργά εθνολογικά χαρακτηριστικά και στοιχεία επηρέασαν τη περιοχή και οι μεταξύ τους συγκρούσεις την κατέστησαν μια από τις πιο πολυτάραχες περιοχές της Ευρώπης. ”Ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα ξεκινήσει από κάποιο ανόητο, καταραμένο πράγμα στα Βαλκάνια”, Όττο Φον Μπίσμαρκ, 1888.
Βασικά αίτια των συγκρούσεων επί αιώνες ήταν η επιθυμία λεηλάτησης, η κατάκτηση εύφορων εδαφών και η έξοδος από τη φτωχή ενδοχώρα στις θερμές θάλασσες και ακτές της Μεσογείου. Στα νεότερα χρόνια αίτια συγκρούσεων υπήρξαν επίσης οι κατακτήσεις των Τούρκων, οι βλέψεις των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας, τα κινήματα ανεξαρτησίας των λαών από την Οθωμανική κυριαρχία και η περιπλοκή του ανατολικού ζητήματος, η αποσάθρωση δηλαδή του κατακερματισμένου κουφαριού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η παλιά γέφυρα και η παλιά πόλη του Μόσταρ
Η ιστορική πόλη του Μόσταρ, που κείτεται στη βαθιά κοιλάδα του ποταμού Νερέτβα, στη Βοσνία, αναπτύχθηκε τον δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο αιώνα σαν μια μεθοριακή πόλη, το τελευταίο, βορειότερο, ευρωπαϊκό σύνορο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πόλη γνώρισε επίσης ιδιαίτερη ανάπτυξη και τους δύο επόμενους αιώνες, κάτω όμως από τη διοίκηση των Αυστριακών αυτή τη φορά. Το Μόσταρ έχει μείνει γνωστό περισσότερο από όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του για την απαράμιλλη αρχιτεκτονική του σχεδίαση, τη καλαισθησία των πέτρινων κομψοτεχνημάτων του και τη Παλιά του Γέφυρα (Stari Most), από την οποία η πόλη έχει πάρει και την ίδια την ονομασία της. Η περιοχή της Παλιάς Γέφυρας με αναμειγμένα στοιχεία αρχιτεκτονικής και τεχνοτροπίας της ανατολικής Μεσογείου και του αυστηρού ρυθμού της αυστριακής αρχιτεκτονικής είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο διεθνούς συμφιλίωσης, συνεργασίας και συνύπαρξης ποικιλόμορφων πολιτισμών, εθνικοτήτων και θρησκειών, όσο λίγα άλλα μέρη στα ιστορικά χρόνια έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν ακμαίο ένα τέτοιο μωσαϊκό πολιτισμών.
Η πόλη του Μόσταρ χρονολογείτε από το δέκατο πέμπτο αιώνα, σαν ένα σταυροδρόμι μεταξύ του ποταμού Νερέτβα και του βουνού Βελέζ. Αυτός ο μικρός οικισμός διέθετε δύο πύργους στις δύο άκρες τις γέφυρας, οι οποίοι χτίστηκαν το 1459 πριν τη δημιουργία της τελευταίας . Το σημερινό όνομα της πόλης, Μόσταρ, αναφέρθηκε πρώτη φορά από περιηγητές το έτος 1474 και προέρχεται από τη λέξη ”mostari” , δηλαδή τους φύλακες της γέφυρας. Το πλέον αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό, το στολίδι της πόλης, χτισμένη από το Τούρκο αρχιτέκτονα Μαϊμάρ Χαϊρεντίν κατόπιν εντολής του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, είναι η πέτρινη της γέφυρα. Ολοκληρώθηκε το 1566, με τις εργασίες κατασκευής της να διαρκούν 9 χρόνια, ένα πραγματικά αξιοσημείωτο τεχνολογικό επίτευγμα στη κατασκευή γεφυρών.
Με τη κατασκευή της γέφυρας να ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού και συνεπώς τα δύο μέρη της πόλης, ο οικισμός δεν άργησε να ανθήσει. Το ιστορικό κέντρο του Μόσταρ είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των φυσικού αναγλύφου και της ανθρώπινης επινοητικότητας που υπερβαίνει τα φυσικά κωλύματα. Στο πολυτάραχο κέντρο της βαλκανικής χερσονήσου, το Μόσταρ ανέπτυξε την κοινωνική του εξωστρέφεια στους δρόμους και τα νερά του. Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι μοιράστηκαν τον ίδιο τόπο ειρηνικά για τέσσερις αιώνες. Καθολικοί Κροάτες με τις δυτικές τους επιρροές, ορθόδοξοι Σέρβοι που διατηρούσαν διάφορες βυζαντινές παραδόσεις, σεφαραδίτες Εβραίοι μοιράζονταν τις ίδιες γειτονιές με τους μουσουλμάνους Βόσνιους.
Τζαμιά, εκκλησίες και συναγωγές συνυπήρχαν στα στενά γεωγραφικά όρια της πόλης, με τη δημιουργική διάθεση των κατοίκων της να παράγει μια συνεχή ροή πολιτιστικών επιρροών, οι οποίες σαν χείμαρροι και ρυάκια να συγχωνεύονται σε ένα μοναδικό ποτάμι, δημιουργώντας έτσι τη πιο σημαντική κοιτίδα πολιτισμού στο χώρο των Βαλκανίων για πολλές γενιές. Η γέφυρα, που χάρη σε αυτήν το Μόσταρ κατάφερε να αναδειχθεί σε σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής, εκτός από την οικονομική άνθιση που την συνόδευσε, κατόρθωσε να συνενώσει διαφορετικούς πολιτισμούς και να καταγραφεί ως ένα από τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Πρώην Γιουγκοσλαβία
Μετά το οριστικό πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της Ατστροουγγαρίας, η Σερβία βρήκε το ζωτικό χώρο και το πρόσφορο έδαφος να προωθήσει το πανσλαβιστικό όνειρο της συνένωσης όλων των Σλάβων του Νότου σε ένα ενιαίο κράτος. Με τις ευλογίες των νικητριών του πολέμου Γαλλίας και Βρετανίας, που επιθυμούσαν τη σταθερότητα στη βαλκανική χερσόνησο και όχι ένα άναρχο και ασταθές συνονθύλευμα μικροσκοπικών κρατιδίων, δημιουργήθηκε το 1918 το βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, υπό την ηγεμονία της σέρβικης βασιλικής δυναστείας. Στα όρια του νεοσύστατου κράτους συμπεριλαμβανόταν και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο. Το 1929 το βασίλειο μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία. Η σύσταση του βασιλείου κατόρθωσε να διατηρηθεί κατά τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξήλθε όμως από αυτόν, όχι πια ως μοναρχία, αλλά ως ιδιότυπο σοσιαλιστικό κράτος, και στον αρχηγό των παρτιζάνων Τίτο να πιστώνεται και επίσημα η εξουσία.
Το 1948 ο Τίτο αποστασιοποιήθηκε από τις ντιρεκτίβες της Μόσχας και προώθησε τις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με τις δυτικές χώρες. Με
το θάνατο του Τίτο το 1980 δημιουργήθηκε ένα ανεκπλήρωτο κενό εξουσίας για το κράτος. Οι διάδοχοι του Τίτο, που συμμετείχαν συλλογικά στη διακυβέρνηση της χώρας, σύντομα αντιμετώπισαν σοβαρή οικονομική κρίση, παράλληλα με την αναζωπύρωση των εθνικιστικών εντάσεων. Οι λαοί ήταν υπερβολικά πολλοί, τα κινήματα αυτοδιάθεσης τους λίαν ισχυρά και η ιδέα να συνεχίσουν να αποτελούν ένα κράτος μάλλον ουτοπική. Στο αποκορύφωμα της πολιτικής και οικονομικής κρίσης κατά το έτος 1991, μετά από πολυκομματικές εκλογές, και μεσούσης της έξαρσης των εθνικιστικών αναμετρήσεων, εξερράγη αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, μια από τις μελανότερες σελίδες τις σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη όπως και στην Κροατία, η ανεξαρτησία πληρώθηκε ακριβά με άγριους εμφυλίους πολέμους και σφαγές αμάχων πληθυσμών.
Μια συμβολική κατάρρευση
Το γεφύρι του Μόσταρ, άντεξε 429 ολόκληρα χρόνια. Ύστερα ήρθε ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας, τότε ότι σεβάστηκε ο χρόνος, δεν το σεβάστηκε ο άνθρωπος. Κατά τη διάρκεια μάχης μεταξύ Κροατών και μουσουλμάνων Βοσνίων, στις 8 Νοεμβρίου 1993, ένα κροατικό τανκ γκρέμισε με κανονιοβολισμούς το ιστορικό γεφύρι που ένωνε τις κροατικές συνοικίες του Μόσταρ με τις μουσουλμανικές.
Δέκα χρόνια αργότερα, η UNESCO, αναγνώρισε τη γέφυρα του Μόσταρ ως μνημείο της παγκόσμιας ιστορικής κληρονομιάς των λαών και χρηματοδότησε το κτίσιμο της γέφυρας ακριβώς όπως ήταν πριν τη καταστροφή της. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2005 ενώνοντας και πάλι τη διαιρεμένη πόλη. Ένα αισιόδοξο μήνυμα ελπίδας ότι τα διχαστικά τραύματα του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου αλλά και κάθε πολέμου μπορούν να επουλωθούν.
Επίλογος
Πώς κατακτάται η ελευθερία; Πώς κανείς αποτινάσσει τη τυραννία και τη καταπίεση; Μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία τρομαχτικοί πόλεμοι έχουν γίνει για το ιδανικό και την αξία τής ελευθερίας. Εκατομμύρια έχουν πεθάνει δοξασμένοι αφήνοντας στους μεταγενέστερους κληροδότημα την υστεροφημία τους, τον ηρωισμό τους, και τα ανδραγαθήματά τους. Εις μάτην αφού όλοι οι γενεσιουργοί παράγοντες του πολέμου ζουν και βασιλεύουν.
Πραγματικά πολλοί λίγοι είναι φτιαγμένοι για ανεξαρτησία και πλήρη ελευθερία αφού αυτό είναι προνόμιο μόνο των δυνατών. Η επικρατούσα άποψη ότι ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων, καθρεφτίζει απόλυτα την πλεονεξία, την περιφρόνηση και τον αριβισμό που μας εμπνέει και απενοχοποιεί οτιδήποτε γίνεται στο όνομα του πολέμου.
Πρέπει να πολεμήσουμε λοιπόν για την ειρήνη, να ντύσουμε με φέρετρα περισσότερους ανθρώπους, να κλείσουμε τα στόματα αυτών που ζητούν μια θέση στον ήλιο και να σκοτώνουμε κατ’εντολή προκειμένου να έχουμε μια καθαρή συνείδηση.
Και αφού κοπάσουν οι πυροβολισμοί και καθίσουν τα πιόνια στις τελικές τους θέσεις να κάνουμε μια νέα μοιρασιά πάνω στα συντρίμμια, τις στάχτες, τα ορφανά, τους νεκρούς και τη δυστυχία των μαχών.
Ο αληθινός πόλεμος όμως δεν γράφεται στα βιβλία αλλά στις καρδιές όσων συμμετείχαν·των τραυματιών, των αιχμαλώτων, των αστέγων.
Στο πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια και πάντα επαληθεύεται πώς μια άδικη ειρήνη είναι καλύτερη και από τον πιο δίκαιο πόλεμο.
Πηγές:
- Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας, ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία.
- http://whc.unesco.org/.
- ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, Ερτ webtv.