Οι ταινίες συνήθως εμπνέονται από αληθινά γεγονότα, αναπαριστούν τις κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις και απεικονίζουν την πραγματικότητα. Η ταινία Little Men στηρίζεται σε καταστάσεις που επικρατούν στην σημερινή εποχή. Τα άτομα έχουν χάσει την ανθρώπινη επαφή είτε επειδή είναι απορροφημένοι μπροστά σε μια οθόνη είτε επειδή το προσωπικό όφελος προηγείται από οποιοδήποτε πνευματικό και συναισθηματικό αγαθό.
Ο πατέρας του Brian Jardine (Greg Kinnear) πεθαίνει και πρέπει αυτός και η αδερφή του να αναλάβουν να διαχειριστούν και να κατανέμουν μεταξύ τους τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Brian με την γυναίκα του, Kathy (Jennifer Ehle) και τον γιο τους, Jake (Theo Taplitz) μετακομίζουν στο σπίτι του πατέρα του στο Brooklyn. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο μαγαζί που ενοικίαζε στη Leonor Calvelli (Paulina García), γιατί η τιμή του ενοικίου ήταν τόσο χαμηλή που δεν τους επέτρεπε να αντεπεξέλθουν οικονομικά. Η Leonor, από την άλλη μεριά, που ζει μεγαλώνοντας μόνη της τον γιο της, Tony (Michael Barbieri), δεν είναι σε θέση να πληρώσει υψηλότερο ενοίκιο. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, όταν η οικονομική διαμάχη που εξελίσσεται ανάμεσα στον Brian και την Leonor απειλεί την δυνατή φιλία που γεννιέται ανάμεσα στους γιους τους.
Την σκηνοθετική επιμέλεια είχε η Ira Sachs. Ας ξεκινήσουμε με τις σκηνές που τραβούν την προσοχή και το ενδιαφέρον του θεατή κυρίως λόγω της ασυνήθιστης τοποθέτησης των ηθοποιών μέσα στο πλάνο. Σε κάποιες σκηνές βλέπουμε την πλάτη ενός χαρακτήρα ενώ συνομιλεί με κάποιον άλλο, αλλά από τον δεύτερα ήρωα καταφέρνουμε να δούμε λίγο το πρόσωπό του σε ορισμένες στιγμές, γιατί κρύβεται από τον πρώτο. Αυτό συμβαίνει όταν γνωρίζονται και μιλούν για πρώτη φορά ο Jake και ο Tony ή όταν ο Tony πηγαίνει στο σπίτι του Jake, αλλά την πόρτα την ανοίγει ο πατέρας του και ζητάει να δει τον φίλο του. Παράλληλα, υπάρχουν σκηνές που στο κέντρο της οθόνης βρίσκεται ένα πρόσωπο και στα δεξιά ξέρουμε ότι υπάρχει ένα ακόμα, γιατί ακούμε την φωνή του, βλέπουμε το χέρι του να κουνιέται ή προβάλλεται το κεφάλι του. Αυτό γίνεται όταν ο Tony και ο καθηγητής υποκριτικής κάνουν μία άσκηση στην τάξη ή όταν ο Brian συζητάει με την γυναίκα του για το ποιος και πώς θα ανακοινώσει στον Jake ένα δυσάρεστο νέο. Βέβαια, δεν μπορούμε να αφήσουμε απαρατήρητο το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένες σκηνές που θα μπορούσαν να είχαν παραληφθεί, διότι δεν επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστο την πλοκή, όπως όταν στην κηδεία του πατέρα του Brian βλέπουμε πολλούς αγνώστους να συζητούν και κάποιους που ο Brian τους αποχαιρετά καθώς έφευγαν.
Παραμένοντας στην εικόνα και το αισθητικό της αποτέλεσμα, διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Óscar Durán. Τα καθήκοντά του περιλαμβάνουν την διαχείριση του φωτισμού. Όταν πρόκειται να συζητηθούν στενόχωρα και λυπητερά θέματα, όπως όταν ο Brian πηγαίνει για πρώτη φορά στο μαγαζί της Leonor για να συζητήσουν για τις οικονομικές εκκρεμότητες, ή όταν κάποιος ήρωας εκφράζει τον πόνο και την θλίψη του, όπως όταν ο Jake παρακαλάει κλαίγοντας τον πατέρα του να βοηθήσει την οικογένεια του φίλου του, οι σκηνές είναι σκοτεινές και με χαμηλωμένα φώτα, ώστε να δημιουργηθεί και να μεταδοθεί στον θεατή αυτή η μουντή και ζοφερή ατμόσφαιρα. Τέλος, σημαντικό είναι να γίνει αναφορά και στην εργασία του Dickon Hinchliffe, που είναι συνθέτης, αλλά και σε όλους τους καλλιτέχνες στο τμήμα ήχου Dan Bricker, Robert Dehn, Gavin Hecker και Finn Pfeffer, καθώς η έντονη μουσική σε στιγμές που οι ήρωες ανησυχούν ή προβληματίζονται για κάποιο ζήτημα κάνει τους θεατές να αισθάνονται τα ίδια συναισθήματα με αυτούς. Βέβαια, το ίδιο αποτελεσματική στη μετάδοση συναισθημάτων είναι και η σιωπή, όπως αποδεικνύεται από την σκηνή που ο Brian ξεσπάει σε κλάματα μετά τον χαμό του πατέρα του.
Συνοπτικά, το Little Men είναι μια ταινία που θα πρότεινα να παρακολουθήσουν και μικροί και μεγάλοι, γιατί δεν διαχωρίζει τους χαρακτήρες σε καλούς και κακούς, αλλά προβάλλει τα κίνητρα και τα συναισθήματα που τους οδηγούν στις ανάλογες πράξεις τους. Και όλα αυτά παρουσιάζονται σε ένα καθημερινό, συνηθισμένο σκηνικό χωρίς όμως αυτό να χάνει την ομορφιά και την φρεσκάδα του.