O Keanu Reeves επιστρέφει ως ο εκτελεστής που τα κάνει όλα και συμφέρει Τζον Γουίκ. Και αυτή τη φορά δεν έχει φίλους. Μόνο εχθρούς. Όλοι τους και μόνος του. Με πιθανότητες επιβίωση μηδαμινές. Ή μήπως όχι;
John Wick: Chapter 3 – Parabellum (2019)
Δράσης/θρίλερ, 127΄
Σκηνοθεσία: Chad Stahelski
Σενάριο: Derek Kolstad, Shay Hatten, Chris Collins, Mark Abrams
Πρωταγωνιστούν: Keanu Reeves, Halle Berry, Laurence Fishburne
Ο επικηρυγμένος πια Τζον Γουίκ προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο απέναντι στους πολυάριθμους υποψήφιους δολοφόνους του και να αποκαταστήσει το όνομα και τη θέση του στον υπόκοσμο.
Στις δύο προηγούμενες ταινίες ο Τζον Γουίκ έκανε κυριολεκτικά τα πάντα, στα πλαίσια του υποκόσμου. Έριχνε ξύλο, πυροβολούσε, κέρδιζε σε μάχες είτε με όπλα είτε σώμα με σώμα δέκα αντιπάλους ταυτόχρονα. Κι όλα αυτά, πάντα σύμφωνα με τον αυστηρό και περίπλοκο κώδικα τιμής που τηρεί ευλαβικά ο υπόκοσμος στο σύμπαν του, καθώς και τις δικές του αρχές, που είναι ιδιαίτερα αυστηρές όταν κάποιος, μεταξύ άλλων πειράζει ένα σκύλο.
Αυτόν τον κώδικα τιμής του υποκόσμου, ωστόσο, ο Γουίκ τον παρέβη στο τέλος της προηγούμενης ταινίας και τώρα βρίσκεται κυνηγημένος από παντού. Για να επιβιώσει, εκτός από τα χίλια κόλπα που γνωρίζει, χρειάζεται να επιστρατεύσει συμμάχους από το παρελθόν, οι οποίοι τον βοηθούν με βαριά καρδιά. Πρόκειται για ένα ανελέητο κυνηγητό με τον Γουίκ να βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο αλλά πάντα να επιβιώνει.
Φυσικά, στόχος του είναι να αποκατασταθεί στον υπόκοσμο και η ευκαιρία για να το κάνει είναι ίσως πιο κοντά απ΄όσο φαντάζεται. Ταυτόχρονα, οι επικεφαλής του υποκόσμου αυτού έχουν κάνει νέους εχθρούς στην προσπάθειά τους να τιμωρήσουν αυτούς που θεωρούν υπαίτιους για το γεγονός ότι ο Γουίκ ξέφυγε μετά τα γεγονότα της δεύτερης ταινίας. Η λογική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος» βρίσκει εφαρμογή και τίθεται κι αυτή στο οπλοστάσιο του εφτάψυχου εκτελεστή.
Σενάριο υπάρχει λοιπόν σ΄αυτή την τρίτη ταινία – μόλις το αναλύσαμε σε ικανοποιητικό βαθμό – αλλά δε θα το χαρακτήριζα ούτε ρεαλιστικό ούτε ιδιαίτερα προσεγμένο. Μάλλον πρόχειρο και προσχηματικό, το ιδανικό πάτημα που απαιτείται για να δούμε και πάλι τον πολυμήχανο Τζον Γουίκ εν δράσει. Ξεχωρίζουν πάντως κάποιες ανατροπές και μερικές σκηνές – έκπληξη που θυμίζουν κάτι από Ταραντίνο.
Όσο για τον Κιάνου Ριβς, αυτός είναι όπως τον ξέρουμε και τον λατρέψαμε ήδη από το προ εικοσαετίας πια Matrix. Λίγα λόγια, πολλές πράξεις, πειστικός και πλήρως πια εμποτισμένος στη φιλοσοφία του franchise. O John Wick αποτελεί, τρόπον τινά, δικό του δημιούργημα και οι πινελιές που προσθέτει σε κάθε ταινία δεν αλλοιώνουν επί της ουσίας το χαρακτήρα του. Δε μαθαίνουμε τίποτα καινούριο για τον ήρωα στο τρίτο αυτό φιλμ, απλώς οι ιδιότητες που τον χαρακτηρίζουν τονίζονται σε υπερθετικό βαθμό, συγκριτικά με τα προηγούμενα.
Γενικά, εξάλλου, πρόκειται για μια ταινία γεμάτη υπερβολές, με την καλή και την κακή έννοια, ακόμα και για ένα franchise δράσης που ποτέ δε στηρίχτηκε στο ρεαλισμό και τη λεπτομέρεια. Στόχος της είναι να σε κάνει να περάσεις καλά, απαλλαγμένος/η από δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Εντούτοις, το πρόχειρο, μάλλον αδύναμο σενάριο, ο συχνά μονότονος ρυθμός και η έλλειψη ουσιαστικής καινοτομίας συγκριτικά με τις δύο ταινίες που προηγήθηκαν την καθιστούν, ελαφρώς έστω, κατώτερη από τις τελευταίες.
Πετυχαίνει, τελικά, το στόχο της καθαρής και εφήμερης ψυχαγωγίας το τρίτο κεφάλαιο του Τζον Γουίκ (θα ακολουθήσει σύντομα και τέταρτο), χωρίς ωστόσο να προσφέρει κάτι καινούριο συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα – και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη – ούτε αποτελεί κάτι παραπάνω από μια καλή ταινία δράσης, η οποία εκμεταλλεύεται ένα προϋπάρχον καλοστημένο περιβάλλον κι έναν εξαιρετικό πρωταγωνιστή. Δεδομένου πως για να τη δει κανείς πρέπει να έχει ήδη παρακολουθήσει τα δύο προηγούμενα κεφάλαια της ιστορίας, θα έλεγα πως οι προσδοκίες πρέπει να είναι σχετικά χαμηλές, αλλά η ώρα περνάει εξίσου ευχάριστα. Το franchise δείχνει πάντως να έχει ακόμα σφυγμό – από άποψης ποιότητας, ενώ και εμπορικά η τρίτη ταινία τα πήγε θαυμάσια – κι ελπίζουμε και στο μέλλον να παραμείνει μακριά από την επανάληψη και τη μετριότητα.
Βαθμολογία: 7/10