Το Netflix έχει μπει πλέον για τα καλά στη ζωή μας. Οι πρωτότυπες σειρές που έχει να προσφέρει είναι πολλές αλλά δεν είναι όλες πετυχημένες. Ψάχνοντας μέσα στην πληθώρα σειρών να βρω κάτι που να φαίνεται αξιόλογο αλλά και να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον βρέθηκα μπροστά στην μίνι σειρά με τίτλο Unbelievable. Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα όσον αφορά το οπτικό αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία, αλλά σίγουρα το μήνυμά της είναι δυνατό και αξίζει να διαδοθεί και να συζητηθεί.
Η Marie (Kaitlyn Dever) βιώνει μια σεξουαλική επίθεση από έναν άγνωστο μέσα στο σπίτι της στην Ουάσινγκτον το 2008. Καταγγέλλει άμεσα το περιστατικό, αλλά η κατάθεσή της στην αστυνομία δεν εξελίσσεται ομαλά. Λόγω του ταραγμένου ιστορικού της και της έλλειψης στοιχείων παραβίασης του σπιτιού της, οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν την υπόθεση και την ανάκριση έχουν αμφιβολίες για την εγκυρότητα των κατηγοριών που καταθέτει. Και δεν διστάζουν, μάλιστα, να τις εκφράσουν. Παράλληλα με τις περιπέτειες της Marie, παρακολουθούμε τους αγώνες της ντετέκτιβ Karen Duvall (Merritt Wever), η οποία έρχεται αντιμέτωπη με μία άλλη υπόθεση βιασμού που είναι πανομοιότυπη με αυτή της Marie στο Κολοράντο τρία χρόνια αργότερα και με την βοήθεια της επίσης ντετέκτιβ Grace Rasmussen (Toni Collette) προσπαθούν να την εξιχνιάσουν. Είναι δυνατόν η Marie να είχε πει τελικά την αλήθεια;
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σειρά αναφέρει ότι είναι εμπνευσμένη από αληθινές ιστορίες, αλλά πιο συγκεκριμένα βασίζεται στο βραβευμένο με Pulitzer άρθρο των T. Christian Miller και Ken Armstrong. Αν τα αγγλικά σου είναι σε καλό επίπεδο και είτε έχεις δει την σειρά και θέλεις να διαπιστώσεις πόσο πιστή ήταν στην πραγματικότητα ή δεν θέλεις να δεις την σειρά αλλά σε ενδιαφέρει το θέμα, μπορείς να πατήσεις εδώ για να διαβάσεις το συγκεκριμένο άρθρο.
Θα ξεκινήσω την κριτική με τα αρνητικά, γιατί αποτελούν μικρό κομμάτι του γενικότερου άρθρου. Καταρχάς, έχουν χρησιμοποιηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό και σε τόση μεγάλη διάρκεια μουντές αποχρώσεις του μπλε στο πρώτο επεισόδιο, με αποτέλεσμα όταν έχουμε θερμά χρώματα να φαίνονται παράταιρα και ξένα. Όσο προχωρούν τα επεισόδια, τα θερμά χρώματα κυριαρχούν όλο και περισσότερο δημιουργώντας ένα μπερδεμένο, μη ομοιόμορφο σύνολο, καθώς από σκηνές γεμάτες με ξεθωριασμένο γαλάζιο μεταφερόμαστε σε ζεστά καφετιά χρώματα. Το δεύτερο και τελευταίο ζήτημα που με ενόχλησε παρακολουθώντας την σειρά είναι η παρουσίαση της Marie. Μπόρεσα να την καταλάβω και να νοιαστώ για αυτή, αφού έβλεπα τον πόνο και την σύγχυση που βίωνε κάθε στιγμή ύστερα από την επίθεση που δέχτηκε και την αδυναμία να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Χρειαζόμουν, όμως, και μερικές σκηνές που θα με έκαναν να την συμπαθήσω ως άνθρωπο, ως ξεχωριστή οντότητα. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για την ίδια και την προσωπικότητά της, αν έχει κάποιο ταλέντο ή κλίση, κάποιο όνειρο για την ζωή της. Κάποιες μικρές πληροφορίες σαν και αυτές έλειπαν ώστε να μπορέσω ως θεατής να ταυτιστώ με τον χαρακτήρα, παρά την ταραχή και την ανασφάλεια για την ταυτότητά της και την αξία της, που δικαιολογημένα εκδηλώνει ύστερα από τον βιασμό.
Και τώρα που βγάλαμε τα αρνητικά από την μέση, ας προχωρήσουμε στα θετικά. Ο λόγος για τον οποίο έχει γίνει μεγάλος ντόρος για το σενάριο της σειράς είναι διττός. Πρώτον, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι παρακολουθούμε δύο διαφορετικές ιστορίες που συνέβησαν σε διαφορετικούς χρόνους, στις οποίες ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει τα κοινά στοιχεία και αδημονεί να έρθει το τέλος ώστε να συγχρονιστούν, να τεθούν επίσημα στην ίδια τροχιά και να γίνουν μία ολοκληρωμένη ιστορία. Δεύτερον, δύο σοβαρά θέματα έρχονται στο προσκήνιο και συζητούνται, γιατί ταλανίζουν τους χαρακτήρες και κατ’επέκταση τους θεατές που παρακολουθούν τις ζωές τους: πώς συνεχίζει την ζωή του ένα θύμα βιασμού και γιατί κάποιος γίνεται βιαστής. Σε αυτά τα δύο ερωτήματα, πέρα από τους σεναριογράφους Susannah Grant, Michael Chabon, Becky Mode, Ayelet Waldman και Jennifer Schuur, οι σκηνοθέτες, Jennifer Schuur, Michael Dinner και Michael Dinner, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο επιλέγοντας αυτή την συνδυαστική παρουσίαση των δύο ιστοριών και δίνοντας χώρο και χρόνο στους χαρακτήρες να εκφραστούν παρά τις όποιες αδυναμίες έκφρασης λόγω των δεινών ή τραυμάτων τους. Προσωπικά, περισσότερο με εντυπωσίασε το μοντάζ των Jeffrey M. Werner και Keith Henderson, καθώς ομαλά περνούμε από την μία ιστορία στην άλλη και πάλι πίσω. Το πρώτο, όμως, επεισόδιο ήταν το αγαπημένο μου σε θέμα μοντάζ. Τόσο στην αρχή του επεισοδίου με την χρήση σύντομων και γρήγορων αναδρομών που λειτουργούν ως απαντήσεις στις ερωτήσεις του πρώτου αστυνομικού που παίρνει κατάθεση από την Marie όσο και στο τέλος με τα κοψίματα που αλλάζουν την θέση της κάμερας ώστε να τονίσουν την αλλαγή στην ψυχολογία της Marie, που αισθάνεται τρομερή πίεση από όσα τις λένε οι αστυνομικοί αποτυπώνεται και οπτικά με την ξαφνική αυτή μετακίνηση. Συγχρόνως, η επιλογή ασυνήθιστης γωνίας δίνει την αίσθηση ασφυξίας, καθώς ένα πλάνο μπορεί να απαρτίζεται από ένα κοντινό στο πρόσωπο της Marie και η υπόλοιπη οθόνη να έχει μαυρίσει από την σκιά κάποιου επίπλου, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι το δωμάτιο έχει μικρύνει σε σχέση με το πόσο ευρύχωρο φάνηκε όταν μπήκε.
Τέλος, όσον αφορά τους ηθοποιούς είναι φυσικοί, χωρίς φανφάρες και υπερβολές στο παίξιμό τους. Η Kaitlyn Dever ως Marie είναι πιο κλειστή και σφιγμένη σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους, αλλά αυτός ήταν ο στόχος και οι απαιτήσεις του ρόλου εξ’αρχής. Όσο για τις δύο ντετέκτιβ, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο και είναι χαλαρές και ευδιάθετες, επειδή ο φιλικός δεσμός έχει εδραιωθεί -χωρίς περιττά λόγια- μεταξύ τους. Το μόνο που θα άλλαζα προσωπικά, θα ήταν το ότι θα ήθελα να τις δω εξίσου άνετες και στα σπίτια τους με τις οικογένειές τους.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι πέρα τις λεπτομέρειες που μου φάνηκαν άστοχες, το Unbelievable είναι μια σειρά που όλοι οι ενήλικες άνθρωποι αξίζει να δουν και να αναρωτηθούν τι συμβαίνει στην ψυχή ενός ατόμου που υπέστη μια τέτοια κακοποίηση. Ο θεατής δεν θα πρέπει να περιμένει από κάποιον χαρακτήρα να του απαντήσει ξεκάθαρα σε αυτό το ερώτημα, αλλά, όπως ακριβώς και τα θύματα, θα πρέπει να το βιώσει παρακολουθώντας την σειρά.