Έρμαιο της σιωπής ο έρωτας, στροβιλίζεται ατάκτως ερριμμένος καταμεσής του δαπέδου της ψυχής αναζητώντας λίγη από την ανάσα που του έκλεψε η δειλή του φύση. Τα λόγια του τ’ ανείπωτα γίνονται στάχτη που θα την υποδεχτεί στην θερμή της αγκαλιά η λήθη. Μια λήθη που στέκει πάντα άγρυπνος κι ασάλευτος φρουρός, φροντίζοντας να μην υπάρξει ούτε ένας αποστάτης που θα ξεφύγει από τα δεσμά της, έστω και σε μια ύστατη προσπάθεια να αναστήσει θολές αισθήσεις που έχουν αναπαυτεί στην κοίτη της άγνοιας. Κι όσες ικεσίες κι αν ακουμπάει ο έρωτας στα χέρια των μπιστικών του προσκυνητών, στην πόρτα του καιρού συσσωρεύονται κατάχαμα αντικρίζοντας την αναλγησία του χρόνου που δεν έμαθε να εναποθέτει στα χέρια μας ώρες παλιές και δανεικές. Κι οι λέξεις που σιγήσανε προτού να αντικρύσουν φως, εξαίρεσης δεν θα τύχουν. Οι στιγμές που αναγγέλλουν οι λεπτοδείχτες ανασαίνουν μόνο μια φορά προτού πάρουν την θέση τους στην σκόνη του χτες.
Έρμαιο και των παρορμητικών απολήξεων η ευαίσθητη κράση του έρωτα. Είναι φορές που εκβάλλει σε λιμνάζοντα σημεία του ερέβους δίχως να λογαριάζει το μίασμα που καραδοκεί να τρυπώσει στα μύχια της ύπαρξής του. Άλλοτε πάλι ισορροπεί πάνω σε ένα αιχμηρό μεταίχμιο μεταξύ φθαρτών και ευτελών ενδείξεων συνείδησης και άφθαρτων ελπίδων κραδαίνοντας πρωτόγνωρα συναισθήματα στο χέρι με κινήσεις αμφίσημες που θυμίζουν την επικίνδυνη αναποφασιστικότητα ενός εκκρεμές. Και φλερτάροντας με το χάος καταλήγει έτσι να επιβεβαιώνει την διττότητά του που τον κατατάσσει σε ολέθριο συμβάν στην ζωή του ανθρώπου.
Έρμαιο γίνεται κατά καιρούς ο έρωτας και μολονότι στην σκιά του ελλοχεύουν μελανές αποχρώσεις φωτός, στέκει μπροστά μας θαλερός με επίγνωση κάθε σπιθαμής αδυναμίας….