Η σταθερή αξία στις διασκεδαστικές, ασόβαρες ταινίες που λέγεται Ράιαν Ρέινολντς και η γενικότερη σταθερή αξία που λέγεται Σάμουελ Τζάκσον είναι το δίδυμο αντιηρώων που προσπαθούν να βοηθήσουν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να καταδικάσει ένα στυγνό Λευκορώσο δικτάτορα σε τούτο το προβλέψιμο αλλά ευχάριστο action film του Πάτρικ Χιουζ, που κυκλοφόρησε σημειώνοντας επιτυχία φέτος το καλοκαίρι.
Ο Σωματοφύλακας του εκτελεστή (2017) – Action comedy, 115΄
Σκηνοθεσία: Patrick Hughes
Σενάριο: Tom O’Connor
Πρωταγωνιστούν: Ryan Reynolds, Samuel L. Jackson, Gary Oldman, Salma Hayek
Ολόκληρη η ταινία περιστρέφεται γύρω από το δίπολο Ρέινολντς-Τζάκσον, με ελάχιστες σκηνές να μην τους περιλαμβάνουν (συνήθως μαζί). Ο Ρέινολντς υποδύεται έναν επαγγελματία σωματοφύλακα που θεωρούνταν από τους κορυφαίους στο είδος του μέχρι που ένας πελάτης του δολοφονήθηκε την τελευταία στιγμή. Τώρα έχει μια ευκαιρία να ξαναβρεί τη χαμένη του αίγλη, όταν μια πράκτορας της Ιντερπόλ, με την οποία είχε ερωτικό δεσμό μέχρι την πτώση του και την οποία θεωρεί υπεύθυνη γι΄ αυτή, του αναθέτει μια δύσκολη αποστολή. Συγκεκριμένα, πρέπει να συνοδέψει έναν επαγγελματία εκτελεστή (Τζάκσον) από το Μάντσεστερ στη Χάγη, καθώς ο τελευταίος είναι ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας για τα εγκλήματα του Λευκορώσου δικτάτορα (Oldman), ο οποίος δικάζεται εκεί.
Η συμβίωση των δύο ανδρών, παρά τον κοινό τους στόχο και τις απειλές για τη ζωή τους που ξεφυτρώνουν από παντού, μόνο εύκολη δεν είναι. Ο ένας (Ρέινονλτς) είναι νευρώδης, αγχωτικός και συχνά πικρόχολος, ο άλλος (Τζάκσον) άνετος, χιουμορίστας, θρασύς. Το γεγονός ότι στην επαγγελματική τους ζωή είχαν συναντηθεί πολλάκις με αντίθετους στόχους (ο ένας προσπαθούσε να δολοφονήσει τον πελάτη που προστάτευε ο άλλος), μόνο πιο εύκολα δεν κάνει τα πράγματα. Σταδιακά, ωστόσο, και τελείως προβλέψιμα, τα όσα περνάνε μαζί και η κοινή τους επιθυμία να καταδικαστεί ο δικτάτορας (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) δημιουργούν έναν περίεργο αλλά ισχυρό δεσμό ανάμεσά τους.
Σ΄ αυτό το αρκετά προβλέψιμο κόνσεπτ, τρία πράγματα είναι αυτά που καθορίζουν την αξία της ταινίας. Το πρώτο, η χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών της, η οποία ευτυχώς είναι άριστη και παρέχει άφθονο χιούμορ. Το δεύτερο, ακριβώς αυτό το χιούμορ, το οποίο δεν είναι πάντα εύστοχο, συχνά αναπαράγει κλισέ, αλλά το ταπεραμέντο του Τζάκσον, κυρίως, το διασώζει και με το παραπάνω. Και το τρίτο, οι σκηνές δράσης και καταδίωξης, οι οποίες φυσικά μόνο ρεαλιστικές δε μοιάζουν, αλλά τουλάχιστον είναι καλογυρισμένες.
Το βασικό μας παράπονο από την ταινία δεν είναι καν η προβλεψιμότητά της, αλλά η πολύ σύντομη εμφάνιση του Oldman και της Salma Hayek, καθώς αμφότεροι όσο παίζουν γεμίζουν την οθόνη και μάλλον έπρεπε να έχουν πιο πρωταγωνιστικούς ρόλους. Γενικότερα, το καλό πρωταγωνιστικό καστ αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, καθώς μετατρέπει κάτι κοινότοπο σε άκρως διασκεδαστικό και συχνά ανατρεπτικό.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ο σκηνοθέτης Πάτρικ Χιουζ έφτιαξε μια αξιόλογη ταινία, που τη βλέπεις, περνάς καλά δυο ώρες κι εκεί τελειώνει η ιστορία. Δεν είναι πρωτότυπη, δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο ή το διαφορετικό, συχνά σκέφτεσαι ότι έχεις ξαναδεί/ξανακούσει τα ίδια πράγματα κι αλλού, αλλά εξακολουθεί το έργο να κυλά αβασάνιστα κι ευχάριστα, να είναι αβανταδόρικο, να σε κρατά σε εγρήγορση. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ταινία που ξέρει πολύ καλά τι θέλει και πώς να το πάρει, και το στόχο της τον πετυχαίνει. Εφόσον ξέρεις τι να περιμένεις κι εσύ ως θεατής, είναι απολαυστική και προτείνεται να τη δείτε ιδανικά με καλή παρέα, για να περάσουν ευχάριστα δυο ώρες από τη ζωή σας…
Βαθμολογία: 7/10