Μια από τις πιο αναγνωρισμένες ταινίες της χρονιάς που μας πέρασε, το βιογραφικό δράμα –με έντονα ψήγματα δηλητηριώδους χιούμορ- του Craig Gillespie αφηγείται μια αληθινή ιστορία ελάχιστη γνωστή στη χώρα μας, με βασικά «όπλα» το πρωτότυπο στιλ αφήγησης και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών του.
I, Tonya (2017) – Μαύρη κωμωδία/βιογραφικό δράμα, 119΄
Σκηνοθεσία: Craig Gillespie
Σενάριο: Steven Rogers
Πρωταγωνιστούν: Margot Robbie, Sebastian Stan, Allison Janney
Η ιστορία της αθλήτριας καλλιτεχνικού πατινάζ Tonya Harding, η οποία με το εκκεντρικό της στιλ και τις τοξικές σχέσεις με το περιβάλλον της ακροβατούσε συνεχώς μεταξύ επιτυχίας και καταστροφής, μέχρι που ένα γεγονός το οποίο άθελά της προκάλεσε έθεσε σε κίνδυνο όλα της τα όνειρα.
Η τεχνική του ψευδο-ντοκιμαντέρ (mockumentary) χρησιμοποιείται σχετικά συχνά στον κινηματογράφο, και δεν είναι άλλο από την παρουσίαση της ιστορίας που αφηγείται η ταινία (συνήθως, η ζωή ενός ανθρώπου) σε στιλ ντοκιμαντέρ, με συγγενείς, φίλους και γνωστούς –ή ακόμη και το ίδιο το άτομο- να απαντούν σε ερωτήσεις, να παρουσιάζουν τα γεγονότα και να δίνουν τις ερμηνείες τους «χτίζοντας» έτσι την πλοκή του έργου (προφανώς η ταινία στην πραγματικότητα δεν αποτελεί ντοκιμαντέρ, όλοι οι συμμετέχοντες είναι ηθοποιοί και τα πρόσωπα συνήθως είναι φανταστικά). Στόχος της συνήθως είναι η διακωμώδηση τόσο της ίδιας της ιστορίας που αφηγούνται όσο και του ντοκιμαντέρ γενικά σαν κινηματογραφικό είδος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, συμβαίνει κάτι παράδοξο. Η ιστορία που αφηγείται το φιλμ και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ΄αυτήν υπήρξαν και υπάρχουν, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας. Επομένως, το έργο θυμίζει ακόμη περισσότερο πραγματικό ντοκιμαντέρ, γιατί οι χαρακτήρες που υποτίθεται πως παρουσιάζονται και αφηγούνται τα γεγονότα είναι υπαρκτά εν ζωή πρόσωπα. Στην ουσία, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια δραματοποιημένη βιογραφία, στην οποία οι δήθεν συνεντεύξεις των προσώπων που συμμετέχουν εναλλάσσονται με σκηνές στις οποίες υπάρχει κανονική ροή.
Ηρωίδα της ταινίας είναι μια ιδιαίτερη γυναίκα, η Tonya Harding (Robbie), δύο φορές πρωταθλήτρια ΗΠΑ στο καλλιτεχνικό πατινάζ και τέταρτη ολυμπιονίκης στους Χειμερινούς του 1992. Αν και εξαιρετικά ταλαντούχα και αποφασισμένη να πετύχει, η Harding βλέπει το δύσκολο χαρακτήρα της και το εκκεντρικό της στιλ (σ΄ έναν κόσμο όπως αυτόν του πατινάζ που επιβάλλει πλήρη θηλυκότητα στις αθλήτριες) να βάζουν εμπόδια στην καριέρα της.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια, ωστόσο, τα βάζουν με τη βίαιη και ασταθή συμπεριφορά τους η μητέρα (Janney) και ο σύζυγος (Stan) της Tonya, ανάμεσα στους οποίους η ηρωίδα αισθάνεται –με δική της ευθύνη, εν μέρει- παγιδευμένη. Μια τυχαία απειλή θανάτου εναντίον της θα ξεκινήσει ένα ντόμινο παρανοϊκών πράξεων από τα κοντινά της πρόσωπα (και όχι μόνο) που θα καταλήξει στο μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία του πατινάζ, το 1994, και θ΄απειλήσει να τα τινάξει όλα στον αέρα.
Έχοντας να παρουσιάσει μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, η ταινία κρατά αποστάσεις, δίνει διάφορες θεωρίες και ερμηνείες για το τι έγινε στο επίμαχο συμβάν, αλλά και γενικότερα στη ζωή της Harding, ενώ παρότι το θέμα της δεν το λες και ευχάριστο διαποτίζεται ολόκληρη από ένα πανέξυπνο κατάμαυρο χιούμορ, με ατάκες-φωτιά από τους πρωταγωνιστές και παρανοϊκές καταστάσεις που φαίνονται πιο αστείες –και ταυτόχρονα τραγικές- γιατί ξέρεις ότι (κάπως έτσι) έγιναν στ΄αλήθεια.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι κυριολεκτικά για Όσκαρ (η Janney το κέρδισε πανάξια), με μεγαλύτερη εντύπωση προφανώς να προκαλεί αυτή της Margot Robbie, που από τη σέξι γατούλα χωρίς ίχνος ταλέντου του Λύκου της Γουόλ Στριτ (2013) και του Suicide Squad (2016) δίνει εδώ μια μεστή, γεμάτη, ώριμη και γεμάτη πάθος ερμηνεία που τσαλακώνει απόλυτα την εικόνα της ως femme fatale, όπως συνηθίσαμε να τη βλέπουμε. Το πρωτότυπο σενάριο του Steven Rogers σου τραβά το ενδιαφέρον από την πρώτη σκηνή και σε κρατά μέχρι την τελευταία, μετατρέποντας μια άγνωστη για τους περισσότερους ιστορία σε κάτι για το οποίο όχι μόνο έχεις αγωνία να μάθεις τι γίνεται στο τέλος της ταινίας, αλλά θα σπεύσεις να ψάξεις περισσότερα γι΄ αυτό αφού τελειώσει.
Βαθμολογία: 8/10