Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) η σημαντικότερη ποιητική φυσιογνωμία και λογοτεχνική φωνή ανάμεσα στους νέους ποιητές. Ποιητής και πεζογράφος που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς ποιητές όπως τον Σεφέρη και τον Βρεττάκο. Αναγνωρίστηκε ως ποιητής αντιπροσωπευτικός από ποιητές και κρητικούς της γεννιάς του, όπως ο Τέλος Άγρας. Η γεννιά που ακολούθησε του φέρθηκε σκληρά, καθώς κάποιοι αρνούνταν ότι ο ποιητής εξεφραζε την εποχή και την θαυμαστή ποικιλία των αντιθέσεων της. Ο Καρυωτάκης ήταν ένας μελαγχολικός νέος με πολλές ανασφάλειες και αμφιβολίες, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του.
Τον Φεβρουάριο του 1922 στην Αθήνα γνωρίστηκε με την συνάδελφο του Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), όπου εργάζονταν στη Νομαρχία ως δημόσιοι υπάλληλοι. Η Πολυδούρη αποτελεί μια συγκινητική περίπτωση, μια ποιήτρια ξεχωριστή με ένα προσωπικό καημό και μια αγωνία που είναι έκδηλη στα ποιήματα της. Η αμεσότητα του λόγου της φέρνει κοντά μας και ζωντανεύει τα συναισθήματα της δικής της ζωής και καθημερινότητας. Η ποίηση της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων και των διαθέσεων της. Η γνωριμία της με τον Καρυωτάκη έμελλε να απομείνει η μοιραία της γνωριμία. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και την ποίηση της. Η σκέψη και η ποίηση του Καρυωτάκη γοήτευσε τη νεαρή ποιήτρια, ενώ εκείνος ερωτεύτηκε την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν έντονη, όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο ήσυχος και συνεσταλμένος νέος Κώστας Καρυωτάκης δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της αγαπημένης του. Αρνήθηκε τον έρωτα της, δεν τόλμησε να την μπαντρευτεί με δικαιολογία το αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε.
Μετά την διάλυση του λιγόχρονου δεσμού τους, ο ζωηρός και ανήσυχος χαρακτήρας της Πολυδούρη αντέδρασε, ρίχοντας την σε έντονη ζωή, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί μια δεινοπάθεια. Ως απόρροια της έντονης ζωής της, προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική, ενώ το 1928 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα νοσηλευτεί στο τότε σανατόριο «Σωτηρία». Ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε μόνο μια φορά, όμως η συνάντησή τους θα είναι κρύα και τυπική. Οι δύο τους χωρίζουν οριστικά και ο Καρυωτάκης φύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει. Η συνασθηματική κατάσταση της Πολυδούρη, ο νοσηρός ρομαντισμός της, θα εξελίξουν την ποίηση της σε μια ερωτική περιπάθεια.
Στις 21 Ιουλίου το 1928 ο αγαπημένος της Καρυωτάκης αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή του, αυτοκτονεί σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα. Η πολύδούρη στεναχωρήθηκε πολύ με αυτό το γεγονός. Η είδηση της αυτοκτονίας του ποιητή, ήταν η χαριστική βολή για την ήδη κλονισμένη της υγεία. Η κατάσταση της επιδεινώθηκε και η δυναμική αυτή γυναίκα κατέρρευσε. Βασικό μοτίβο στην ποίηση της θα αποτελέσει ο έρωτας και ο θάνατος. Η ίδια παρόμοια με τον Καρυωτάκη θηρεύει το απόλυτο, που στην περίπτωση της γίνεται πιο ανέφικτο καθώς ο ερωτισμός της, την σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’αυτήν θάνατος και ζωή”. Η Πολυδούρη αυτή η γνήσια γυναικεία φωνή, έφυγε από τη ζωή στις 29 Απρίλιου του 1930.
Τον ανεκπλήρωτο έρωτα τους και την μεγάλη τους αγάπη.. μένουν μόνο τα ποιήματά τους, για να μας την θυμίζουν.
Μόνο γιατί μ’αγάπησες |
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες στά περασμένα χρόνια. Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα καί σέ βροχή, σέ χιόνια, δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες. |
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα, μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα, μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου. |
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν μέ τήν ψυχή στό βλέμμα, περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο τῆς ὕπαρξής μου στέμμα, μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν. |
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη μένα ἡ ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα. |
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες ἔζησα, νά πληθαίνω τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες. |
Γαρεφαλάκη Έφη Εκπαιδευτικός Φιλόλογος
One Comment
Michalis NikiForoS
Πολύ καλό άρθρο. Μπράβο που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αφιερώνουν χρόνο και ασχολούνται με θέματα όπως αυτό!