Δύο χρόνια μετά το La, La, Land, το γλυκόπικρο μιούζικαλ που κατέκτησε κοινό και κριτικούς, ο Damien Chazelle, ο νεότερος κάτοχος του Όσκαρ Σκηνοθεσίας, και ο Ryan Gosling ανανέωσαν τη συνεργασία τους με μια πολύ διαφορετική ταινία. Μια βιογραφική, ανθρώπινη ιστορία για τον Νιλ Άρμστρονγκ, τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε στη Σελήνη.
First Man (2018) – Βιογραφικό ιστορικό δράμα, 141΄
Σκηνοθεσία: Damien Chazelle
Σενάριο: Josh Singer
Πρωταγωνιστούν: Ryan Gosling, Claire Foy, Kyle Chandler, Corey Stoll
Κατά τη δεκαετία του 1960 η NASA ξεκίνησε έναν αγώνα δρόμου με αποστολές στο διάστημα με σκοπό την κατάκτηση της Σελήνης. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο κοσμοναύτης Νιλ Άρμστρονγκ, η πορεία του οποίου προς την αιωνιότητα συνοδεύτηκε από προσωπικές τραγωδίες, κινδύνους και πολλά εμπόδια.
“Ένα μικρό βήμα για μένα, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα”, ήταν τα πρώτα λόγια του Άρμστρονγκ όταν έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στην επιφάνεια του φυσικού δορυφόρου της Γης. Πώς όμως φτάσαμε ως εκεί; Τι χρειάστηκε να θυσιάσει ο Άρμστρονγκ, οι συνεργάτες του, οι φίλοι και συνάδελφοί του (κάποιοι εκ των οποίων πλήρωσαν το υπέρτατο τίμημα στην προσπάθεια), ακόμα και οι απλοί πολίτες που έβλεπαν το αμερικανικό κράτος να ξοδεύει δισεκατομμύρια σε διαστημικές αποστολές τη στιγμή που πολύς κόσμος πεινούσε;
Σ΄αυτές τις παρασκηνιακές ιστορίες, τις οποίες συχνά αγνοούμε ή/και προσπερνάμε, εστιάζει το βιογραφικό αυτό δράμα του Chazelle. Στα χρόνια που οδήγησαν στην κατάκτηση της Σελήνης τον Ιούλιο του 1969, ο Άρμστρονγκ έχασε τη μικρή του κόρη (από καρκίνο), αγαπημένους του φίλους και συναδέλφους, η σχέση του με τη γυναίκα του και τα παιδιά του τέθηκε σε κίνδυνο, όπως και η σωματική και ψυχική υγεία του. Εκτός από τον αστροναύτη Άρμστρονγκ, τον κατακτητή του φεγγαριού, υπήρχε κι ο άνθρωπος Άρμστρονγκ, που υπέφερε πάρα πολλά μέχρι να φτάσει εκεί.
Ο Chazelle περιγράφει την ιστορία με αμεσότητα, ρεαλισμό, αρτιότητα και κατάλληλες εναλλαγές μεταξύ των ριψοκίνδυνων πλην συναρπαστικών αποστολών της NASA στο διάστημα και της καθημερινότητας, των απλών οικογενειακών στιγμών του Άρμστρονγκ και των υπολοίπων κοσμοναυτών. Όπως είδαμε πολλάκις τα τελευταία χρόνια, μέσα από ταινίες όπως Gravity, Interstellar, The Martian, οι διαστημικές σκηνές, αν γυριστούν και απεικονιστούν σωστά, μπορούν να γίνουν απίστευτα εντυπωσιακές και καθηλωτικές, και ο Chazelle το εκμεταλλεύεται στο έπακρο, ιδίως στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας που ασχολείται με το μεγάλο ταξίδι και την προσελήνωση του Άρμστρονγκ και του Όλντριν.
Ώριμος όσο ποτέ, ο Gosling δίνει μια μεστή ερμηνεία ως Άρμστρονγκ, κρατώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στον ηρωικό κοσμοναύτη και τον καθημερινό οικογενειάρχη. H Claire Foy στέκεται επάξια στο πλευρό του ως κυρία Άρμστρονγκ, ενώ το υπόλοιπο καστ κάνει την αθόρυβη δουλειά. Εξαιρετική κρίνεται και η μουσική επένδυση της ταινίας, ειδικά στις πιο συναρπαστικές σκηνές που εκτυλίσσονται στο διάστημα.
Παρά την αρτιότητα και τα μη εμφανή ψεγάδια, ωστόσο, η ταινία αποτυγχάνει να σε κάνει να ταυτιστείς με τον κεντρικό της ήρωα, να σου προκαλέσει έντονα συναισθήματα, να κρατήσει το ενδιαφέρον στο “κόκκινο”. Συγκριτικά με τις δύο τελευταίες δουλειές του δημιουργού της, τα πολυβραβευμένα Whiplash (2014) και La, La, Land (2016), τούτο το φιλμ είναι πιο ώριμο και λακωνικό, αλλά δε δημιουργεί ένταση, πάθος, συναίσθημα. Ίσως επειδή αφηγείται μια πραγματική ιστορία, ίσως γιατί όλοι ξέρουμε λίγο πολύ τι έγινε (πλην των συνωμοσιολόγων, φυσικά), τα περιθώρια είναι πιο στενά.
Το έργο καταλήγει τελικά ν΄αποτελεί μια άκρως αξιόλογη κι ενδιαφέρουσα προσπάθεια, μια στιβαρή, ρεαλιστική, ανθρώπινη αφήγηση μιας πασίγνωστης ιστορίας με άγνωστες υπο-ιστορίες από πίσω της. Δεν εντυπωσιάζει, δεν πετυχαίνει το κάτι παραπάνω, δεν κέρδισε ούτε το κοινό ούτε τους κριτικούς όσο οι προηγούμενες δουλειές του δημιουργού του, αλλά αποτελεί μια καλή επιλογή που αποζημιώνει το θεατή.
Βαθμολογία: 7,5/10