Η αληθινή ιστορία ενός μαύρου διάσημου πιανίστα και του Ιταλοαμερικανού οδηγού και σωματοφύλακά του, με φόντο τις φυλετικές διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1960 μεταφέρθηκε στην οθόνη τη χρονιά που μας πέρασε, έχει κερδίσει τις εντυπώσεις από κοινό και κριτικούς και «βλέπει» Όσκαρ.
The Green Book (2018) – Δραματική κωμωδία, 125΄
Σκηνοθεσία: Peter Farrelly
Σενάριο: Nick Vallelonga, Brian Hayes Currie & Peter Farrelly
Πρωταγωνιστούν: Viggo Mortensen, Mahershala Ali, Linda Cardellini
Ένας από τους καλύτερους πιανίστες στην Αμερική του ΄60 ετοιμάζεται για δίμηνη περιοδεία στις νότιες πολιτείες και προσλαμβάνει ένα σωματοφύλακα, καθώς θεωρείται σίγουρο ότι θα γίνει στόχος εκεί λόγω του χρώματός του. Αν και εκ διαμέτρου αντίθετοι, οι δύο άνδρες σύντομα προσπαθούν να φέρουν μια δύσκολη δουλειά εις πέρας.
Είναι πράγματι μια περίεργη, άξια μεταφοράς στον κινηματογράφο, αυτή η ιστορία. Όχι μόνο γιατί επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα των φυλετικών διακρίσεων, το οποίο δυστυχώς παραμένει στην επιφάνεια που επίκαιρο από ποτέ. Ούτε επίσης γιατί αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση buddy film, με δύο άντρες να γίνονται φίλοι και συνεργάτες μέσα από ένα ταξίδι στις μισές Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά γιατί στην ιστορία αυτοί οι ρόλοι εν μέροι αντιστρέφονται: ο μαύρος (Ali) είναι ο διάσημος, ο πλούσιος, ο πετυχημένος, ο αριστοκρατικός και φινετσάτος, ενώ ο λευκός (Mortensen) ο «άξεστος», ο λαϊκός, ο ακαλλιέργητος βιοπαλαιστής, που βρίσκεται μάλιστα υπάλληλος του πρώτου.
Η ταινία παίζει πολύ μ΄αυτή την πρωτότυπη αντίθεση. Πράγματι, όταν οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι μόνοι τους, ή ο πιανίστας εντυπωσιάζει τους πάντες, ανεξαρτήτως χρώματος, με τις ικανότητές του και τους τρόπους του, ο ιταλικής καταγωγής σοφέρ του φαίνεται, όπως λέει κι ο ίδιος, «πιο μαύρος απ΄αυτόν». Στην καθημερινότητά τους ωστόσο, ειδικά όσο εισχωρούν στον αμερικανικό νότο, την περιοχή όπου ο ρατσισμός τότε ήταν ολόκληρο σύστημα και τώρα συνεχίζεται πιο έντονο απ΄ότι αλλού, ο διάσημος πιανίστας είναι ακόμα ένας «αράπης» και ο άξεστος σωματοφύλακας ένας λευκός, και στην αντίληψη των ανθρώπων εκεί ακόμα κι ο πιο ταπεινός λευκός είναι ανώτερος από οποιονδήποτε έγχρωμο.
Παρά τις πολλές διαφορές τους, ωστόσο, οι δύο χαρακτήρες έχουν και πολλά κοινά και, το κυριότερο, πολλά να μάθουν και να κερδίσουν ο ένας από τον άλλο. Η ολοένα και πιο στενή σχέση τους, τα –αναμενόμενα- προβλήματα που αντιμετωπίζουν και η ψυχοσύνθεσή τους ξεδιπλώνονται αριστουργηματικά, χάρη στις πανέξυπνες ατάκες του σεναρίου, τις καταπληκτικές ερμηνείες των Μόρτενσεν και Άλι (αμφότεροι υποψήφιοι για Όσκαρ) και τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή, κλιμακώνοντας τόσο τα θετικά και τα αρνητικά μέχρι το συγκινητικό φινάλε.
Εξαιρετική είναι ακόμη κι η εναλλαγή κωμικού και δραματικού στοιχείου. Το χιούμορ, που προκύπτει συχνά από τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο χαρακτήρων, είναι άλλωστε συχνά το καλύτερο αντίδοτο απέναντι στο ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και την εγκληματική βλακεία των ανθρώπων. Από την άλλη, ωστόσο, δε μπορούμε να παραβλέψουμε και τη σοβαρότητα όσων συμβαίνουν. Από μόνο του άλλωστε, το ομότιτλο «Πράσινο Βιβλίο», ένα βιβλίο που υποδείκνυε στους Αφροαμερικανούς της περιοχής τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία στα οποία μπορούσαν να πάνε (τα περισσότερα δέχονταν μόνο λευκούς), είναι μια κωμικοτραγική ιστορία, κομμάτι ενός ρατσιστικού παρελθόντος που εξακολουθεί να καταδιώκει τους Αμερικανούς –και όχι μόνο- μέχρι σήμερα.
Η ταινία κατηγορήθηκε από αρκετούς, με προεξέχοντες συγγενείς του πρωταγωνιστή πιανίστα, για ιστορικές ανακρίβειες και αδικαιολόγητη έμφαση στη σχέση μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων, ωστόσο μικρές παρεκκλίσεις συγχωρούνται, εξάλλου, δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ. Δε γνωρίζω αν το φιλμ απεικονίζει τους χαρακτήρες και τα πεπραγμένα τους όπως πραγματικά συνέβησαν, σίγουρα όμως απεικονίζει το ρατσισμό με το πραγματικό του πρόσωπο, καλαίσθητα, έξυπνα και αποκαλυπτικά. Μειονέκτημά της όντως η κάπως μονοδιάστατη οπτική της, καθώς ουσιαστικά μας παρουσιάζει μόνο δύο χαρακτήρες, με όλους και όλα να κινούνται γύρω απ΄αυτούς. Ωστόσο, κι αυτό συγχωρείται, καθώς μέσα από τους χαρακτήρες αυτούς δείχνει πολλά περισσότερα, που συχνά δε βλέπουμε σε πολύ πιο σύνθετες ταινίες.
Δίκαιη, επομένως, η αναγνώριση που λαμβάνει η ταινία, καθώς πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα καλύτερα κινηματογραφικά δείγματα της χρονιάς που πέρασε, μια ιστορία όμορφη, άλλοτε κωμική και χαρούμενη, άλλοτε συγκινητική και σοβαρή, που κρατά το ενδιαφέρον στο έπακρο καθ΄όλη τη διάρκειά της. Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα ως μια από τις καλύτερες ταινίες του 2018, αλλά και για το επίκαιρο και φλέγον θέμα που πραγματεύεται.
Βαθμολογία: 8/10
One Comment
Pingback: Τα Όσκαρ στο «μικροσκόπιο»: Ανάλυση της 91ης απονομήςNewsfilter | Newsfilter