Αντιδραστικός, κυνικός, αλλά αμφίβολα ικανός, ο Αφροαμερικανός δημιουργός Σπάικ Λι επανέρχεται με μια απίθανη –πλην αληθινή- ιστορία, η οποία φυσικά έχει ως επίκεντρο το ρατσισμό. Μια ιστορία που διαδραματίζεται στο παρελθόν, αλλά απεικονίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ισχυρό αντίκτυπο στο σήμερα.
BlacKkKlansman (2018) – Βιογραφική δραματική κωμωδία, 133’
Σκηνοθεσία: Spike Lee
Σενάριο: Charlie Wachtel, David Rabinowitz, Kevin Willmott & Spike Lee
Πρωταγωνιστούν: John David Washington, Adam Driver, Laura Harrier, Topher Grace
Η ιστορία του Ρον Στόλγουορθ, ενός εκ των πρώτων έγχρωμων αστυνομικών στο Κολοράντο των 70΄s, ο οποίος έγινε μέλος της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν σε μια οργανωμένη προσπάθεια να αποκαλύψει στοιχεία για τη δράση της.
Μισό λεπτό, θα πείτε σίγουρα μερικοί. Ένας μαύρος στην Κου Κλουξ Κλαν, την πιο διαβόητη ρατσιστική, ακροδεξιά, αντισημιτική οργάνωση στις ΗΠΑ; Κι όμως, συνέβη στο Κολοράντο Σπρινγκς τη δεκαετία του ΄70, με τον παμπόνηρο αστυνομικό – ήρωα της ιστορίας μας (Washington) να επικοινωνεί, για ευνόητους λόγους, μόνο τηλεφωνικά με την οργάνωση, κι ένα λευκό –πλην Εβραίο, δηλαδή επίσης στόχο της ΚΚΚ- συνάδελφό του (Driver) να παίρνει τη θέση του στις πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις με τα μέλη της.
Φυσικά, η αποστολή τους δεν είναι εύκολη. Καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανθρώπους που υποδύονται τον ίδιο, και μάλιστα μπροστά σε επικίνδυνους, συχνά στα όρια της ψυχασθένειας, τύπους, οι δύο αστυνομικοί πρέπει να είναι τέλεια συντονισμένοι για να μην κινήσουν την παραμικρή υποψία. Ταυτόχρονα, αρκετοί μέσα στους κόλπους της τοπικής αστυνομίας δε βλέπουν με πολύ καλό μάτι την ύπαρξη, πόσο μάλλον την ανέλιξη, ενός έγχρωμου αστυνομικού. Επίσης, το συναίσθημα κι ο έρωτας παίζουν κι αυτά ένα ρόλο, καθώς ο πρωταγωνιστής μας φλερτάρει με την αρχηγό μιας φοιτητικής αντιρατσιστικής οργάνωσης της περιοχής, η οποία έχει τελείως διαφορετική οπτική σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του ρατσισμού από τις φυλετικές μειονότητες (βλ. Μαύροι Πάνθηρες και σία).
Ένας μαύρος λοιπόν που τα έχει –φαινομενικά, προφανώς- καλά με την ΚΚΚ και διαφωνεί με τους συναδέλφους και την κοπέλα που αγαπά. Ακούγεται παράξενο, και όπως απεικονίζεται μοιάζει και αρκετά αστείο. Η κατάσταση ξεφεύγει ακόμα περισσότερο όταν ο αρχηγός της Κου Κλουξ Κλαν σε εθνικό επίπεδο, ο Ντέιβιντ Ντιουκ (Grace), επισκέπτεται την πόλη και επικεφαλής της ασφάλειάς του τίθεται ο γνωστός μας μαύρος αστυνομικός!
Αρκετά αστεία και χιουμοριστικά όλα αυτά, αλλά φυσικά και πολύ σοβαρά. Η Κου Κλουξ Κλαν απεικονίζεται ως μια ετερόκλητη μίξη ακραίων ψυχοπαθών, ανθρώπων χαμηλής ευφυίας που αναζητούσαν μια ταυτότητα, νοικοκυραίων με συναφείς ιδέες που έβλεπαν τα «λευκά προνόμια» να περιορίζονται, καθώς και κάποιων πιο ξύπνιων που έψαχναν εξουσία ή/και χρήματα. Άκρως επικίνδυνος, εκρηκτικός (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνδυασμός, ικανός, όπως έχουμε δυστυχώς διαπιστώσει πολλάκις και στο παρελθόν και στο σήμερα, να σκορπίσει τον τρόμο και το θάνατο σε οποιονδήποτε διαφωνεί μαζί τους ή μπλέκεται στο δρόμο τους.
Γνωστός για τις αντιδραστικές, αντισυστημικές του τάσεις, ο Σπάικ Λι εμφανίζεται εδώ σαφώς πιο μετριοπαθής και ανοιχτός, τονίζοντας τις καλές –όπως και τις κακές- πλευρές θεσμών όπως η αστυνομία και η πολιτεία και προωθώντας τη συνεργασία μεταξύ λευκών, μαύρων και λοιπών φυλών ως καλύτερη πολιτική απέναντι στο ρατσισμό από την αντιπαράθεση. Ο Λι κάνει άνοιγμα προς τους μετριοπαθείς,φιλελεύθερους λευκούς, αλλά σωστά δεν αφήνει κανένα περιθώριο προσέγγισης στους ρατσιστές, είτε των λόγων είτε των έργων, ενώ επιτίθεται εμμέσως πλην σαφώς (αρχικά) και ξεκάθαρα (στο φινάλε) στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, λόγια και ιδέες του οποίου εμφανίζονται στην ταινία να επαφίονται με την ιδεολογία της ΚΚΚ.
Η ταινία κυλά ευχάριστα και αφήνει θετική εντύπωση χάρη στην ισορροπία που επιτυγχάνει ανάμεσα στους τρεις βασικούς της άξονες: την κωμωδία, το δράμα και το κοινωνικό/αντιραστιστικό της μήνυμα. Ο θεατής παίρνει μια ικανοποιητική δόση και από τα τρία, με το αστείο και το σοβαρό συχνά να συνυπάρχουν στην ίδια σκηνή χωρίς το ένα να ακυρώνει το άλλο. Πολύ καλές και οι ερμηνείες, ειδικά των δύο πρωταγωνιστών, καθώς και το αιχμηρό σενάριο (με λίγες, αποδεκτές για χάρη της τέχνης παρεκκλίσεις από την αληθινή ιστορία), στη συγγραφή του οποίου επίσης συμμετείχε ο Σπάικ Λι.
Σαφώς θετικό πρόσημο, λοιπόν, για την ταινία αυτή, η οποία δικαίως διαφημίζεται από τους κριτικούς των ΗΠΑ ως «η επιστροφή στη φόρμα για τον Σπάικ Λι». Επίκαιρη, ανάλαφρη αλλά και συγκινητική, έχει λίγο απ΄όλα και το κυριότερο, κατορθώνει να σου περάσει ένα ισχυρό, σημαντικό μήνυμα με διασκεδαστικό τρόπο και χωρίς –με εξαίρεση ίσως το φινάλε- να κάνει προπαγάνδα.
Βαθμολογία: 7.5/10
One Comment
Pingback: Τα Όσκαρ στο «μικροσκόπιο»: Ανάλυση της 91ης απονομήςNewsfilter | Newsfilter