Βρισκόμαστε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήδη κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με ειδήσεις που αφορούν πλημμύρες, πυρκαγιές, τυφώνες, απόρροια την ανθρώπινης ασυνειδησίας και της απουσίας μέριμνας των βιομηχανικών κρατών για την προστασία του περιβάλλοντος. Απότοκο αυτού του φαινομένου είναι η ύπαρξη μεγάλων υλικών καταστροφών αλλά και η κατακόρυφη αύξηση της ανθρώπινης θνησιμότητας που οφείλεται σε οικολογικές καταστροφές, παράγοντας που επιτάσσει την αναθεώρηση της στάσης πολιτείας – πολιτών απέναντι στο περιβάλλον, το οποίο τους φιλοξενεί.
Για να οδηγηθούμε σε μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, είναι επιβεβλημένο να αναλογιστούμε πρωτίστως την προσωπική μας ευθύνη σε αυτή την παθογόνο κατάσταση. Η απουσία περιβαλλοντικής συνείδησης εκδηλώνεται σε πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως στην περιορισμένη ανακύκλωση προϊόντων, στη ρύπανση των παραλιών και της θάλασσας με σκουπίδια, στην εκτεταμένη χρήση του αυτοκινήτου, όταν σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι αναγκαία, στην αποψίλωση των δασών για οικοδομικές δραστηριότητες και σε πολλές άλλες περιστάσεις. Η λογική του “ένα άτομο δε θα κάνει τη διαφορά” έχει επιφέρει δριμύτατες συνέπειες και έχει μοιραία συμβάλλει στην παθητικοποίηση του ανθρώπου ως προς την προάσπιση του περιβάλλοντος.
Βέβαια, ο υπερκαταναλωτισμός και ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπινων αναγκών ασφαλώς και είναι άρρηκτα συνδεδεμένοi με αυτή τη συγκυρία. Οι αφειδώς αυξανόμενες ανθρώπινες ανάγκες (βιοποριστικές και μη) καθιστούν αναγκαία την εντατικοποίηση της παραγωγής και την επέκταση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει διασπάθιση των φυσικών πόρων και – στο βωμό της μεγιστοποίησης του κέρδους – ενίσχυση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας από βλαβερά αέρια, αφού η εφαρμογή μέτρων για τον περιορισμό της έκλυσης ρυπογόνων στοιχείων είναι κοστοβόρα.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των δύο μεγάλων βιομηχανικών κρατών, της Αμερικής και της Κίνας. Το 2015 υπεγράφη η “Συμφωνία του Παρισιού”, για την κλιματική αλλαγή, η οποία θεωρήθηκε ως ένα σημαντικό βήμα για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, βέβαια, αποστάτησε από τη συμφωνία, δείχνοντας έτσι τις προθέσεις του στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, η Κινεζική βιομηχανία διαπιστώθηκε πως από το 2013 εκλύει υψηλά επίπεδα χλωροφθορανθράκων, οι οποίοι δύνανται να οδηγήσουν σε απίσχναση της στοιβάδας του όζοντος και οι επιπτώσεις αυτής της ελάττωσης είναι γνωστές.
Σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλώνεται ρητά πως αν η χρήση των πόρων συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό ως το 2050, θα χρειαζόμαστε το ισοδύναμο τουλάχιστον δύο πλανητών για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Είναι, λοιπόν, επιτακτικές οι οργανωμένες παρεμβάσεις, που προϋποθέτουν διακρατική συνεργασία. Μια από αυτές είναι η “Συμφωνία του Παρισιού” την οποία αναφέραμε και προηγουμένως. Στόχος της είναι η διατήρηση της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς κελσίου με ιδανικό στόχο τους 1,5 βαθμούς. Είναι αυτονόητο πως η διαφορά αυτή (0,5 βαθμοί) είναι εξαιρετικής σημασίας για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής. Μάλιστα, το 2018 επιτεύχθηκε η συμφωνία 200 χωρών για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση στο αναπτυξιακό της πρόγραμμα προβλέπει αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τη χρήση τον πόρων.
Εν κατακλείδι, είναι πολλά τα βήματα που πρέπει να γίνουν ώστε να είναι εμφανές ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο ζήτημα, γι’ αυτό και είναι επιτακτική η σύμπραξη κρατών, ισχυρών φορέων, ώστε οι ρυπογόνοι παράγοντες να εφαρμόσουν τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπισή του. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ανθρώπινη παρέμβαση. Είναι συνετό όλοι οι άνθρωποι να τηρήσουν τη δέουσα στάση και να φερθούν με περιβαλλοντική ευσυνειδησία, κάνοντας ο καθένας ξεχωριστά, ότι δύναται για τον περιορισμό της καταστροφής του περιβάλλοντος. Το πρόβλημα μας αφορά όλους.