Τώρα που περνάμε τόσο καιρό μέσα στο σπίτι, πολλοί από εμάς το έχουμε ρίξει στο διάβασμα. Άλλωστε, ένα καλό βιβλίο μπορεί να σε ταξιδέψει σε πολλούς, μακρινούς και μαγικούς κόσμους χωρίς να κάνεις βήμα έξω. Για αυτό το λόγο, θέλω να συζητήσω και να αναλύσω ένα βιβλίο που με μετέφερε στα εφηβικά μου χρόνια θυμίζοντάς μου όλες τις ανησυχίες, τις ανασφάλειες αλλά και τα πείσματα και το θάρρος που συνεπάγονται με την κρίσιμη για την αποκρυστάλλωση του χαρακτήρα αυτή εποχή. Συνάμα, εισχώρησα σε έναν τυραννικό και τρομερά βίαιο κόσμο, που ποτέ δεν είχα συναντήσει πριν. Το βιβλίο αυτό είναι Το Ξέσπασμα της Βίας του Γιαν Γκιλού από τις εκδόσεις ΟΞΥ. Αν αντέχεις να διαβάζεις για θέματα ενδοοικογενειακής και ενδοσχολικής βίας, είναι τέλειο για να αναρωτηθείς τι κάνει έναν άνθρωπο καλό και ηθικό.
Ο Έρικ, παρά το ότι βρίσκεται στην τρυφερή ηλικία των μόλις δεκατεσσάρων ετών, γνωρίζει πώς να δίνει και να αποφεύγει χτυπήματα και να αντέχει τον πόνο χάρη στην καθημερινή σωματική κακοποίηση που δέχεται από τον πατέρα του. Όπως είναι φυσικό με μια τέτοια ψυχοφθόρα κατάσταση στο σπίτι, ο Έρικ ξεσπάει στο σχολείο εκδηλώνοντας μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά η οποία τον οδηγεί στην αποβολή. Έτσι, μεταφέρεται σε ένα ιδιωτικό σχολείο όπου οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων, και όχι οι καθηγητές, έχουν αναλάβει να πειθαρχούν αυτούς των μικρότερων. Η πειθαρχία τους, όμως, πηγάζει από εξευτελισμούς και καβγάδες. Ο Έρικ γρήγορα θα αναγκαστεί να διαλέξει ανάμεσα στην περηφάνια του και την υπόσχεσή του να μην στραφεί ποτέ ξανά στην βία.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε πρώτα με μερικά σχόλια για την μετάφραση του Γρηγόρη Ν. Κονδύλη. Καταρχάς, το σημείωμα του μεταφραστή είναι άρτιο και πολύ ευχάριστο στην ανάγνωση, καθώς είναι σύντομο και με χιουμοριστικό και φιλικό τόνο εξηγεί τα κριτήριά του για τις μεταφραστικές του επιλογές και αναλύει ορισμένα εμπόδια που συνάντησε σε όλη την διαδικασία. Το ύφος και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί στην αφήγηση της ιστορίας μας είναι αρκετά ώριμο και εκλεπτυσμένο διανθίζοντάς το με κάποιες βρισιές και απρεπείς για τον γραπτό λόγο λέξεις. Σκόπιμα επιλέγει αυτό τον τρόπο γραφής, αφού αντιπροσωπεύει άριστα την προσωπικότητα του Έρικ, τον τρόπο που σκέφτεται και εκφράζεται. Στην επιμέλεια, ωστόσο, υπήρχαν μερικές απροσεξίες, είτε ορθογραφικές, όπως «το βράδι» είτε συντακτικά, όπως «το κεφάλια», αλλά και μια υπερβολική επανάληψη της φράσης «εν συνεχεία».
Φαντάζομαι είναι ξεκάθαρο από τα μέχρι τώρα σχόλια ότι ο Έρικ είναι ο πρωταγωνιστής. Πρόκειται για έναν πρωταγωνιστή που ο αναγνώστης εύκολα συμπαθεί, νοιάζεται και ταυτίζεται μαζί του. Παρά το γεγονός ότι μπλέκεται σε καβγάδες, σε παράνομες ενέργειες και ενεργεί εκδικητικά, παρακολουθούμε την προσπάθειά του να εξελιχθεί ως άνθρωπος και να πράττει το σωστό και το δίκαιο. Είναι ευφυής, αφού ακόμα και όταν παλεύει με κάποιον δεν βασίζεται αποκλειστικά στην σωματική του ευρωστία, αλλά και σε τρόπους ώστε να παίξει με το μυαλό του αντιπάλου του, να τον φοβίσει. Σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του Έρικ διαδραματίζει ο κολλητός του φίλος από το ιδιωτικό σχολείο, ο Πιέρ Τανγκύ. Ο Πιέρ είναι ο τέλειος βοηθός-χαρακτήρας. Πέρα από το ηθικό και ψυχικό στήριγμα που προσφέρει ο ένας στον άλλο, μέσα από την λογική και δικαιολογημένη υποτακτική στάση του Πιέρ τονίζεται το κουράγιο του Έρικ. Δυστυχώς, πέρα από αυτούς τους δύο χαρακτήρες, οι πληροφορίες για τον παρελθόν και την προσωπικότητα των υπολοίπων είναι μηδαμινές, κάτι που ισχύει και για σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του Έρικ, όπως είναι οι ίδιοι του οι γονείς. Ένα ακόμα αρνητικό είναι ότι ως αναγνώστης χρειαζόμουν αρκετά περισσότερες σκηνές ανάμεσα στον Έρικ και την Μάρια ή ακόμα και σκέψεις του Έρικ για τα αισθήματά του προς αυτή, ώστε να επενδύσω συναισθηματικά την σχέση τους.
Τέλος, το κεντρικό θέμα όλου του βιβλίου είναι η βία. Πέρα από τις ωμές και κάποιες φορές άβολες περιγραφές συμβάντων σωματικής κακοποίησης, ο Έρικ και ο Πιέρ περνάνε πολύ χρόνο συζητώντας κατά πόσο χρειάζεται η βία και αν υπάρχουν πιο ειρηνικές και εξίσου αποτελεσματικές εναλλακτικές. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι εκφράζουν φιλοσοφικούς προβληματισμούς εξετάζοντας όχι τη βία αυτή καθαυτή, αλλά τη σύνδεσή της με τον πόνο, τον φόβο και την κακία. Η ερώτηση αν τελικά ο Έρικ, αλλά και κατ’ επέκταση οποιοσδήποτε, μπορεί να απομακρυνθεί και να απαρνηθεί τη βία μένει στην κρίση του αναγνώστη, ιδιαίτερα ύστερα από το αμφιλεγόμενο τέλος του βιβλίου.
Συμπερασματικά, πέρα από την έλλειψη προσωπικότητας που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των χαρακτήρων που εμφανίζονται στην ιστορία, θεωρώ ότι όποιος αντέχει στην ανάγνωση μερικών βίαιων σκηνών αξίζει να διαβάσει Το Ξέσπασμα της Βίας, καθώς θα τον συνεπάρει η δύσκολη πορεία του Έρικ στα εφηβικά χρόνια της ζωής του. Η νεαρή του ηλικία, η έκθεσή του σε τόση αλόγιστη βία, η εξυπνάδα και η υπερηφάνειά του δεν μπορούν να αφήσουν κανένα ασυγκίνητο.