Είναι ευρύτατα γνωστό πως αρκετές επιδημίες έχουν σημαδέψει τον κόσμο. Ποιες όμως έγιναν γνωστές αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες νεκρούς με αποτέλεσμα να μείνουν στην ιστορία. Ο αρχαιολόγος Ερρίκος Σουλολλάρι καταγράφει παρακάτω τις πιο γνωστές επιδημίες κατά την αρχαιότητα..
Αρχικά πριν πάμε στις επιδημίες που σημάδεψαν την ιστορία ας δούμε τι εστί επιδημία. Ο όρος επιδημία προέρχεται από το επί + δήμος, δηλαδή πάνω στον πληθυσμό και είναι η περίπτωση εξάπλωσης μιας ορισμένης ασθένειας σε μια ορισμένη περίοδο επί ενός ορισμένου πληθυσμού, εξάπλωση η οποία υπερβαίνει τα “αναμενόμενα” ή “προβλεπόμενα” όρια. Με άλλα λόγια, επιδημία είναι όταν μια ασθένεια προσβάλει ένα μέρος του πληθυσμού (πόσο μεγάλο είναι αυτό το μέρος είναι ακαθόριστο) με τρόπο που καθίσταται ανεξέλεγκτη. Ως επί το πλείστον, πανδημία είναι μια επιδημία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στο πέρασμα του χρόνου πολλές επιδημίες ξέσπασαν με τραγικές επιπτώσεις στην ανθρωπότητα. Ήδη από την εποχή του Ομήρου στα έργα πολλών ποιητών ,ιστορικών και φυσικών επιστημόνων εντοπίζουμε περιγραφές καταστρεπτικών επιδημιών. Με τους χαρακτηρισμούς που αφορούν αυτές τις επιδημίες υπονοούνται κατά κύριο λόγο δύο, η πανώλη και η λέπρα. Σήμερα αναγνωρίζουμε μεταξύ αυτών δύο σαφώς διαχωρισμένες, μέσο ορισμένων ερεθισμάτων προκαλούμενες, μολυσματικές νόσους. Στην αρχαιότητα αλλά και στον Μεσαίωνα κάθε επιδημική νόσος με υψηλή θνησιμότητα χαρακτηριζόταν πανώλη ή λοιμός. Επίσης το όνομα «λέπρα» αρχικά ήταν ένας γενικός χαρακτηρισμός για κάθε είδους παραμορφωτικές δερματικές ασθένειες.
Ωστόσο, η γνωστότερη και ταυτόχρονα προτιμότερη περιγραφή λοιμού είναι αυτή του Θουκυδίδη, στην ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο γνωστός λοιμός των Αθηνών όπου σύμφωνα με τις πήγες χτύπησε τρεις φορές, το 430-429 π.Χ., το 427 π.Χ. και το 426 π.Χ.. Άρχισε στον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ οι Σπαρτιάτες πολιορκούσαν σκληρά την πόλη, και ξεκίνησε από την Αιθιοπία, την Αίγυπτο ή τη Λιβύη – έφτασε στον Πειραιά πρώτα κι από κει στην πυκνοκατοικημένη Αθήνα. Το 430 εξόντωσε το 25%-30% του πληθυσμού: 100.000 νεκροί που καίγονταν σε τεράστιες πυρές ή κατέληγαν σε ομαδικούς τάφους. Οι πολιορκητές Σπαρτιάτες, βλέποντας τις πυρές να καίνε ασταμάτητα, τα μάζεψαν κι έφυγαν, φοβούμενοι (δικαίως) να μη κολλήσουν, κι έτσι την γλίτωσαν.
Από τον λοιμό προσβλήθηκε η οικογένεια του Περικλή. Ο ίδιος, η αδερφή του και τα δύο αγόρια του, ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος, χάθηκαν στο λοιμό, αλλά η Ασπασία επέζησε (μάλιστα τα έφτιαξε με τον Λυσικλή κι έκανε κι άλλον έναν γιο, εκτός από τον Περικλή τζούνιορ, τον γιο της με τον Περικλή, ο οποίος γιος επίσης επέζησε). Ο Θουκυδίδης όχι μόνο την άρπαξε, νόσησε βαριά, αλλά μόλις συνήλθε κάθισε και περιέγραψε τα συμπτώματα, την εξέλιξη της νόσου και όλα όσα πέρασε, την προσωπική του εμπειρία, με κάθε λεπτομέρεια: «Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύθερος από άλλες αρρώστιες κι αν κανείς πριν από αυτήν ήταν κάπως ανήμπορος όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. Τους άλλους όμως που δεν είχαν καμία φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ’ ερεθιζόταν πολύ, κι απ’ την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε. Έπειτα απ’ αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα, κι όταν πιανόταν από την καρδιά της έδινε μία και τη γύριζε ανάποδα, κι έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κιόλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα από λίγο, σε άλλους κρατούσαν μέρες ολόκληρες. Και σ’ όποιον τ’ άγγιζε από έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτευπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά και πληγές. Από μέσα τους ένιωθαν τέτοια πύρα που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί από όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. Και πάνω από όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στεναχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση με τίποτα και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσο καιρό ήταν η αρρώστια στο κρίσιμο στάδιο της δεν μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο από ότι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν οι περισσότεροι ύστερα από εννιά ή εφτά μέρες από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να έχει εντελώς εξαντληθεί η δύναμη τους, ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο κατέβαινε ύστερα το κακό κατέβαινε στη κοιλιά, γέμιζαν πληγές και αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. Και το κακό περνούσε από όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα και στις άκρες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστια στην αρχή και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δεν γνώριζαν ούτε τους
πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους».
Η αθηναϊκή κοινωνία άλλαξε μετά τον λοιμό: στην αραιοκατοικημένη, χαροκαμένη πόλη ήρθαν πολλοί μέτοικοι, κάμποσοι σκλάβοι που έχασαν τα αφεντικά τους έγιναν Αθηναίοι πολίτες με το «καλημέρα σας», και πολλοί φτωχοί συγγενείς κληρονόμησαν πλούσιους αποθανόντες, ως νεόπλουτοι.
Κατά τους επιδημιολόγους και ιστορικούς, ο λοιμός των Αθηνών ήταν κάποιου είδους τυφοειδής πυρετός, πολύ κοντά στον Ebola ίσως. Τη θεωρία αυτή επιβεβαίωσε το 2005 ο Δρ Μανώλης Παπαγρηγοράκης: εξέτασε τον πολφό τριών δοντιών που μάζεψε από τον ομαδικό τάφο του Κεραμικού και κατάφερε να βρει την αιτία θανάτου. Ως τότε οι επιδημιολόγοι, ιστορικοί κ.λπ. βασίζονταν μόνο στις περιγραφές του Θουκυδίδη – το 1999, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ αφιέρωσε την 5η ετήσια ιατρική συνέλευσή του στον λοιμό των Αθηνών, μιας και οι επιστήμονες ψάχνουν συνέχεια το παρελθόν μέσα στην ιστορία για να εξηγήσουν το παρόν…
Τον 6ο αιώνα μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ξέσπασε άλλη επιδημία, ο λεγόμενος Λοιμός ή η Πανώλη του Ιουστινιανού: ο αυτοκράτορας την άρπαξε το 541, νόσησε για καιρό –μάλιστα τον είχανε ξεγράψει κι έψαχναν διάδοχο– αλλά συνήλθε «χάρη στην φροντίδα των γιατρών του». Ο Προκόπιος περιγράφει την εξάπλωση της επιδημίας από την Αίγυπτο στα λιμάνια της εποχής – φαίνεται ότι εξόντωσε 25 με 50 εκατομμύρια ανθρώπους στον γνωστό τότε κόσμο. Πάλι κατά τον Προκόπιο (στην «Ιστορία των Πολέμων»), πέθαιναν 5.000 άτομα την ημέρα και η θνησιμότητα στις εγκυμονούσες γυναίκες και τα νεογέννητα ήταν 100% («Μόνον μία εγκυμονούσα επέζησε, αποβάλλοντας το κύημα»). Η πανούκλα αυτή ξεκλήρισε πόλεις και χωριά από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία και, όπως όλες οι μεγάλες επιδημίες που έγιναν πανδημίες, άλλαξε τις κοινωνίες της εποχής.
Σε πλήρη αντίθεση με το υψηλό πολιτισμό των Ρωμαίων, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσφορά τους στον τομέα της υγιεινής των πόλεων βρίσκεται η έλλειψη μέριμνας απέναντι στις επιδημίες. Όλες οι προσπάθειες για καταπολέμηση των επιδημιών παρέμειναν χωρίς μόνιμα αποτελέσματα. Αυτό οφειλόταν ιδιαίτερα στο ότι σε ολόκληρη την Αρχαιότητα κανείς δεν προώθησε την υπόθεση του μιάσματος των Ιπποκρατικών : Μαζί με άλλες περιβαλλοντολογικές επιδράσεις η μόλυνση του αέρα (μιάσματα) πρέπει να ήταν η αιτία των επιδημικών νοσημάτων. Αυτή η αρχαιότατη επιστημονική θεωρία της επιδημίας παρέμεινε με κάποιες τροποποιήσεις καθοδηγητική για πολλούς αιώνες και ξεπεράστηκε τελειωτικά μόνο με την σύγχρονη Μικροβιολογία
Η (Πολύ) Μεγάλη Πανούκλα ή Μαύρος Θάνατος του 14ου αιώνα ξήλωσε όλη την κεντρική Ευρώπη – το 1/3, ή αλλιώς το 25-60% του πληθυσμού, πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους… Η πανούκλα ξεκίνησε από τη Μογγολία το 1347, πήδηξε στην Ιταλία πρώτα με εμπορικά πλοία, κι από εκεί έφτασε παντού. Μεταδιδόταν από ένα είδος ψείρας, στην αρχή σε κόσμο που συνωστιζόταν σε αμπάρια, έπειτα σε φυλακές, σε εκκλησίες για να προσευχηθεί, σε στρατόπεδα και πυκνοκατοικημένες περιοχές, τέλος σε κάθε σχεδόν γωνιά της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης.
Είναι γνωστό ότι κατά τον Μεσαίωνα, οι λοιμοί, οι μεταδοτικές θανατηφόρες επιδημίες, για όσους τις έζησαν μέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδομένες στην άγνοια και τη θρησκοληψία, αντιπροσώπευαν πάντα το «σημάδι» των έσχατων ημερών, το τέλος του κόσμου, τη δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, με τις οποίες ελεγχόταν η κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδημιών επικρατούσε ατμόσφαιρα πανικού και παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων με το φυσικό αποδεκατισμό των πληθυσμών από την αρρώστια. Βασανισμοί, εκτελέσεις, διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και εξουσίας… Ο τρόμος του θανάτου, οι δεισιδαιμονίες και οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις προσέθεταν πάντα στα θύματα της αρρώστιας και πλήθος άλλες απώλειες, προξενούσαν τεράστιες αλλαγές
Η ίδια επιδημία ή μάλλον νόσος, η πανούκλα, έχει σήμερα ποσοστό θνησιμότητας 10% αν αντιμετωπιστεί φαρμακευτικά, 50%-60% αν δεν πάει ο ασθενής σε νοσοκομείο. Ξαναχτύπησε στα μέσα του 19ου αιώνα, από το 1900-1904, και εμφανιζόταν ως το 1959 σε κάποια σημεία του πλανήτη, με περίπου 200 νεκρούς το χρόνο, αλλά δεν θεωρείται πια παγκόσμια απειλή.
Πηγή: athensvoice.gr