Η μουσική αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι μιας κινηματογραφικής ταινίας. Συχνά, τραγούδια και μελωδίες που συνοδεύουν διάσημα έργα γίνονται εξίσου – αν όχι περισσότερο – επιτυχημένα και αξιομνημόνευτα από αυτά. Άνθρωποι σαν τον Ένιο Μορικόνε, το μεγάλο Ιταλό συνθέτη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή αφήνοντας πλήθος αξέχαστων συνθέσεων πίσω του, φρόντισαν και φροντίζουν γι΄ αυτό.
Ανάμεσα στους πολλούς συνθέτες που συνέδεσαν το όνομά τους με τη μουσική επένδυση ταινιών, ο Μορικόνε ξεχωρίζει για δύο στοιχεία: την ποικιλία και την αντοχή στο χρόνο. Υπέγραψε με τη μουσική του εκατοντάδες ταινίες του ιταλικού, γαλλικού και αμερικανικού κινηματογράφου, για παραπάνω από μισό αιώνα, ταινίες όλων των ειδών αλλάζοντας ακόμα και το είδος της δικής του μουσικής ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο και το περιεχόμενο της ταινίας για την οποία έγραφε. Συνεργάστηκε με την πλειοψηφία των σημαίνοντων σκηνοθετών των τελευταίων πενήντα ετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε μέχρι τον Κουέντιν Ταραντίνο. Φυσικά έγραψε μουσική και εκτός κινηματογραφικού πλαισίου, με πολλές συνθέσεις του να κερδίζουν τις καρδιές του μουσικού κοινού και των κριτικών.
Ο Μορικόνε γεννήθηκε στη Ρώμη το 1928 και μεγάλωσε σε μια Ιταλία που ταλαιπωρήθηκε από τη φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι και τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που αυτή με τους συμμάχους της προκάλεσε. Ο ίδιος ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική από πολύ μικρή ηλικία έχοντας γράψει την πρώτη του σύνθεση μόλις στα έξι του χρόνια. Ως ενήλικας και πτυχιούχος πια, οι πρώτες του δουλειές ήταν για το μουσικό θέατρο και συνθέσεις κλασικής μουσικής για ρεσιτάλ.
Η στροφή στην καριέρα του έγινε το 1958 όταν προσελήφθη από το κρατικό ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό δίκτυο της Ιταλίας, τη RAI, και σταδιακά ξεκίνησε να γράφει μουσική κυρίως στο είδος της τζαζ για διάσημους καλλιτέχνες. Η πρώτη του σύνθεση για τον κινηματογράφο ήρθε το 1961 για την ταινία Ο Φασίστας του Λουτσιάνο Σάλτσε, αν και είχε ήδη γράψει ή επανασυνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο προηγουμένως χωρίς να πάρει credit. Οι πρώτες του δουλειές στο χώρο της έβδομης τέχνης αφορούσαν κυρίως ελαφριές κωμωδίες, είδος το οποίο δεν εγκατέλειψε (διάσημη παραμένει η σύνθεσή του για την τριλογία Το Κλουβί με τις Τρελές), αλλά όλα άλλαξαν όταν εισχώρησε στον κόσμο των σπαγκέτι γουέστερν και του Σέρτζιο Λεόνε, το 1964.
Η περίφημη “τριλογία του δολαρίου” έκανε δημοφιλείς και ευρύτερα γνωστούς στο κοινό, εκτός από τον ίδιο το Μορικόνε, το σκηνοθέτη της, Σέρτζιο Λεόνε, τον πρωταγωνιστή των ταινιών Κλιντ Ίστγουντ αλλά και γενικότερα το είδος του σπαγκέτι γουέστερν που έκτοτε εκτοξεύθηκε. Η δημιουργία του Μορικόνε για το αποκορύφωμα της τριλογίας, το επικό Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος παραμένει από τα πιο κλασικά και αγαπημένα μουσικά κομμάτια του αιώνα που πέρασε. Την τριλογία του δολαρίου ακολούθησε το πιο σοβαρής φύσης γουέστερν του Λεόνε Κάποτε στη Δύση, το οποίο επίσης συνόδευσε η αξέχαστη μουσική του “μαέστρου”.
Ο Μορικόνε δεν εγκατέλειψε το είδος του γουέστερν, επιστρέφοντας μάλιστα θεαματικά σε αυτό στις τελευταίες του συνεργασίες με τον Ταραντίνο, αλλά είχε πια “ανοίξει τα φτερά του” και στις δεκαετίες που ακολούθησαν έγραψε μουσική και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για μια πληθώρα ταινιών και σκηνοθετών που έμειναν στην ιστορία. Από πολιτικές ταινίες σκηνοθετών όπως ο Μπερτολούτσι και ο Παζολίνι (1900, 120 μέρες στα Σόδομα) μέχρι το σίκουελ του Εξορκιστή, το cult thriller The Thing (1982), γκανγκστερικά έπη όπως Κάποτε στην Αμερική – επίσης του Λεόνε – και Οι Αδιάφθοροι, συνεργάστηκε με ποικιλία δημιουργών που εκτείνεται από τον Γουόρεν Μπίτι μέχρι τον Πέδρο Αλμοδόβαρ. Τελευταίος σπουδαίος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκε στενά ήταν ο Κουέντιν Ταραντίνο, με τη μουσική της ταινίας Οι Μισητοί Οχτώ, το 2015, να χαρίζει στο Μορικόνε το πρώτο του Όσκαρ – εξαιρώντας την τιμητική διάκριση της Ακαδημίας οχτώ χρόνια νωρίτερα – και να τον κάνει το γηραιότερο νικητή μη τιμητικού Όσκαρ στην ιστορία. Είχαν προηγηθεί υποψηφιότητες για τις ταινίες Days of Heaven (1978), The Mission (1986), Οι Αδιάφθοροι (1987), Bugsy (1991) και την εμβληματική Μαλένα (2000) με τη Μόνικα Μπελούτσι. Εκτός κινηματογράφου, τέλος, ο Μορικόνε ασχολήθηκε προς το τέλος της καριέρας του και με την τηλεόραση, ενώ το 1978 συνέθεσε το τραγούδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου της Αργεντινής!
Όπως αναφέρθηκε στο ξεκίνημα του άρθρου, η ποικιλία, η ευελιξία και το μακροχρόνιο της ζωής και του έργου του εντάσσουν τον Μορικόνε σε μια κατηγορία κινηματογραφικών συνθετών όπου ελάχιστοι χωρούν. Ίσως δεν υπάρχει κανείς άλλος συνθέτης που να έγραψε μουσική για τόσα πολλά χρόνια, για τόσο διαφορετικές ταινίες σε χωροχρονικό πλαίσιο και περιεχόμενο, και να συνεργάστηκε με τόσο πολλούς μεγάλους δημιουργούς της έβδομης τέχνης. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε το εκτός κινηματογράφου έργο του που επίσης υπήρξε σημαντικό. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: ακόμη και μετά θάνατον, ο Ένιο Μορικόνε θα ζει πάντα μέσα από τις δεκάδες επιτυχημένες συνθέσεις του οι οποίες παίζονται και θα παίζονται για πάντα, αλλά και από τα έργα των επόμενων καλλιτεχνικών γενεών στα οποία η επιρροή της δικής του μουσικής είναι ανεξίτηλη.