Μετά από πολύ καιρό, έχουμε ξανά ένα blockbuster! Μια υπερπαραγωγή, μια θεαματική ταινία εκατοντάδων εκατομμυρίων που ποντάρει στα υπερσύγχρονα ψηφιακά εφέ τελευταίας τεχνολογίας, τις μάχες και το θέαμα που προσφέρει, και τα πηγαίνει πολύ καλά στο box office, καθώς έχει απήχηση τόσο στην “καθαρή” από τον covid-19 ασιατική αγορά, όσο και στις ΗΠΑ, όπου η πανδημία σταδιακά υποχωρεί. Υπό κανονικές συνθήκες, ως νοσταλγικός σινεφίλ δε θα χαιρόμουν τόσο που έσκασε σαν μανιτάρι ακόμα μια τέτοια ταινία. Οι συνθήκες όμως μόνο κανονικές δεν είναι, οπότε ας μιλήσουμε για την τελευταία μεγάλη μάχη δύο θρυλικών “τεράτων” που μετρούν 67 και 88 χρόνια ζωής αντίστοιχα: του Γκοτζίλα και του Κινγκ Κονγκ.
Γκοτζίλα εναντίον Κονγκ (2021) – Monster film, 113΄
Σκηνοθεσία: Adam Wingard
Σενάριο: Eric Pearson & Max Borenstein
Πρωταγωνιστούν: Alexander Skarsgård, Millie Bobby Brown, Rebecca Hall
Το τέρας Γκοτζίλα είναι ανεξέλεγκτο και απειλεί την ανθρωπότητα. Ο γιγάντιος πίθηκος Κινγκ Κονγκ μοιάζει το μόνο αντίμετρο, σε μια μονομαχία που αναμένεται επική.
Από τα παραπάνω ονόματα που συνιστούν τους βασικούς συντελεστές την ταινία, μπορείτε να σκεφτείτε πως οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί έκαναν την πιο εύκολη και μάλλον ανούσια δουλειά στην καριέρα τους. Σενάριο πρακτικά δεν υπάρχει, όλα είναι πρόσχημα για τις μάχες μεταξύ Κινγκ Κονγκ, Γκοτζίλα, Μηχανογκοτζίλα (ένα τέρας όμοιο με τον Γκοτζίλα αλλά μηχανικό, πιο δυνατό και ελεγχόμενο από ανθρώπους), με την ανθρωπότητα στη μέση. Ούτε οι ηθοποιοί προσφέρουν κάτι ουσιαστικό, περιφερόμενοι ουσιαστικά από σκηνή σε σκηνή, καθώς την παράσταση κλέβουν ξεκάθαρα τα τέρατα, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ταινίας.
Ας μιλήσουμε λίγο για ιστορία, και συγκεκριμένα την ιστορία του Κινγκ Κονγκ και του Γκοτζίλα. Ο θηριώδης γορίλας αποτελεί έναν πρωτότυπο αντιήρωα που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ομώνυμη ταινία του 1933, η οποία γυρίστηκε σε remake ακόμα δύο φορές, με επίκεντρο την όμορφη ξανθιά ηθοποιό την οποία “ερωτεύεται” και αποτελεί την καταστροφή του (Fay Wray, Jessica Lange και Naomi Watts, αντίστοιχα). Στο παρόν franchise, ωστόσο, δεν υπάρχουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες του ορίτζιναλ έργου, ο Κονγκ ωστόσο έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας με ανθρώπους και επιστρατεύεται από μια ομάδα για μια επικίνδυνη αποστολή, και φυσικά πρόκειται να αντιμετωπίσει τον Γκοτζίλα.
Ο Γκοτζίλα αποτελεί ένα τέρας που μοιάζει με δεινόσαυρο και αποτελεί ιαπωνικό δημιούργημα, από την ομώνυμη ασπρόμαυρη ταινία του 1954. Συνήθως απειλεί την ανθρωπότητα με αφανισμό και απαιτείται κάποιος ή κάτι να τον τιθασεύσει, ωστόσο ενίοτε χρησιμοποιείται αυτός για να αντιμετωπιστεί μια άλλη, μεγαλύτερη απειλή. Εδώ τον βρίσκουμε στον κλασικό του ρόλο, αποτελεί αυτός την απειλή (αρχικά τουλάχιστον) και η αναμέτρηση με τον Κονγκ θεωρείται δεδομένη, καθώς ο τελευταίος, αν και στα χαρτιά πιο αδύναμος, είναι ο μόνος που μπορεί να τον αντιμετωπίσει. Όσο για τον Μηχανογκοτζίλα, αυτός μπαίνει στη μάχη στην πορεία, πιο δυνατός απ΄ όλους και απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα. Κυριολεκτικά.
Η ταινία δεν έχει να προσφέρει κάτι πέρα από τις εντυπωσιακές μάχες μεταξύ των θρυλικών τεράτων, με υπερσύγχρονα οπτικά και ηχητικά εφέ, ανατροπές, ανορθόδοξες συμμαχίες και μικρή αλλά κρίσιμη συμμετοχή των ανθρώπινων χαρακτήρων. Είναι ξεκάθαρα ταινία που αξίζει να δει κάποιος στη μεγάλη οθόνη, με τα τελειότερα τεχνολογικά συστήματα και τη σκοτεινή αίθουσα στη διάθεσή του για να απολαύσει τις σκηνές αυτές όπως τους αρμόζει. Οι κινηματογράφοι, ωστόσο, παραμένουν ως γνωστόν κλειστοί λόγω πανδημίας και η ταινία αδικείται κατάφωρα σε… σπιτική προβολή, όσο και να προσπαθήσεις να φτιάξεις την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να προσεγγίσεις την αίσθηση του κινηματογράφου. Γι΄ αυτό το λόγο, εξάλλου, η προβολή της στις ΗΠΑ συνέπεσε με τη μαζική επαναλειτουργία των κινηματογραφικών αιθουσών.
Δε χωράει περαιτέρω κριτικής, επομένως, η μάχη μεταξύ Γκοτζίλα και Κινγκ Κονγκ, μια αβασάνιστη, εντυπωσιακή, φαντασμαγορική θα έλεγα δημιουργία που – πάντα στον κινηματογράφο, ιδανικά και με καλή παρέα – θα ενθουσιάσει τους φαν του είδους. Μέχρι τότε, καλύτερα να κάνετε υπομονή, θα σας δικαιώσει.
Βαθμολογία: 6,5/10