Το εικονιζόμενο πρόσωπο με το κουρασμένο, μα ολάκερο με ελπίδα και φως, βλέμμα είναι η Δήμητρα. Η Δήμητρα λατρεύει το χορό και τις γούνες. Έχει πολλές γούνες, οικολογικές όπως αναφέρει. Ντύνεται πολύ κομψά και περνά πάντοτε τον “χειμώνα” σαν “καλοκαίρι”. Η Δήμητρα έχει πλάι της, πιστό ακόλουθο μια ηλικιωμένη γάτα στην οποία έχει δώσει το όνομά της και την κοιτά στα μάτια. Έχει αδιαμφισβήτητα ιδιαίτερο γούστο στη μουσική, ακούει Βίκυ Μοσχολιού κι Elvis Presley. Την έκφρασή της όταν μιλά για τον πλατωνικό έρωτα που κάποτε βίωσε και την άδοξη κατάληξή του, δεν μπορεί να την περιγράψει ο εμπειρότερος αρθρογράφος, ο ικανότερος συγγραφέας. Μια έκφραση γλυκόπικρη, μια συνεχής συγχώρεση, “δε βαριέσαι, έτσι είναι η ζωή, θα έρθουν καλύτερες μέρες, ας είναι όλοι τους καλά”…
Τη Δήμητρα δεν την ένοιαξε ποτέ τί θα πει ο κόσμος, κάτι που την έφερνε συνεχώς σε πλήρη αντίθεση με την “κλειστή” και κλειστόμυαλη κοινωνία στην οποία διαβιούσε. Σήμερα θέλει να κάνει παιδιά, πάντοτε ήθελε, πάντοτε τα αγαπούσε κι ακόμα ελπίζει να έρθει το “πλήρωμα του χρόνου”. Ένα πλάσμα με απίστευτη παιδεία και καλλιέργεια, στοιχείο που αποτυπώνεται στον τρόπο που εκφράζεται. Ένα πλάσμα που προτιμά να βλέπει με τα μάτια της ψυχής, ακολουθώντας το παράδειγμα του μικρού πρίγκιπα που ουκ ολίγες φορές έχει διαβάσει…
Η Δήμητρα ένιωθε από μικρό παιδί ελεύθερη, ενώ σήμερα προτιμά να μην κακολογεί τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή της, παρά μόνο να εκφράζει διακριτικά τα παράπονά της. Τείνει να δικαιολογεί τους γονείς, τα αδέρφια, την κοινωνία εν συνόλω. Τη μικρόψυχη κοινωνία που στάθηκε και στέκεται αδύναμη να στηρίξει και να αναδείξει τα πολύτιμα για εκείνη πλάσματά της. Εκείνα τα πλάσματα που μόνο αγάπη, ανιδιοτέλεια κι αγνότητα εκπέμπουν… Η Δήμητρα επιλέγει ν’ ανακαλεί την εικόνα του πατέρα, διατηρώντας στη μνήμη μόνο τις καλές στιγμές. Επιλέγει να θυμάται το “σ’ αγαπώ” της μητέρας κι όχι την προσθήκη χαπιών στο φαγητό του παιδιού της, με πειραματικούς κυρίως σκοπούς (ίσως και με την πρόθεση να αλλάξει τη θηλυπρεπή συμπεριφορά του…). Ακόμη και το γεγονός της εισαγωγής της σε ψυχιατρική κλινική με πρωτοβουλία της οικογένειάς της, αφότου τους ανακοίνωσε την επιθυμία της να πραγματοποιήσει εγχείρηση αλλαγής φύλου, το αποδίδει σε έλλειψη παιδείας…
Η Δήμητρα στέκεται τόσο ώριμη ώστε να διακρίνει την αδυναμία των γονιών της αλλά και της κοινωνίας να σταθούν πλάι της, μα τόσο μεγαλόψυχη ώστε να συγχωρεί και να “αγνοεί” εν γνώσει της- κι όχι εξαιτίας κάποιας μορφής άνοιας- τις τερατώδεις συμπεριφορές που εισέπραξε και που καταδυνάστευσαν τη ζωή της. Μάτια μελαγχολικά που ψάχνουν σε όλη τους τη ζωή αληθινούς ανθρώπους, αλλά μάταια. Δε φοβούνται τη μοναξιά, άλλωστε την έχουν βιώσει στο απόλυτο και σε πολύ δυσχερείς καταστάσεις κι άγχωνται, νοιάζονται για τους πρόσφυγες, τί θ’ απογίνουν.
Μια αγνή ψυχή παγιδευμένη δυστυχώς σε λάθος σώμα, σε λάθος κόσμο, σε εκείνον των ανθρώπων. Σε έναν κόσμο που έχει αποδείξει πολλές φορές πως δεν είναι ικανός να φιλοξενήσει τέτοιες υπάρξεις, ίσως είναι αρκετά βάρβαρος για να τις “αγκαλιάσει” κι έτσι τις πνίγει. Αλλά το κάνει αργά και βασανιστικά…
Η Δήμητρα θέλει απλά να ζει ευτυχισμένη, χωρίς να περιορίζει ή να ενοχλεί τον εγωισμό και την κακία κανενός. Μα ακόμη κι αυτό το γεγονός φαίνεται να μην αρκεί σε πολλούς… Απεναντίας, τους προκαλεί. Η Δήμητρα, πιο αγνή κι από παιδί, δεν άξιζε ούτε κι αξίζει ετούτη εδώ την κοινωνία, γι’ αυτό κι εξαφανίστηκε. Διότι χρόνια τώρα την εξαφάνιζε η ίδια η δεύτερη. Εκείνη η κοινωνία, η ανέκαθεν εκπαιδευμένη στο να θάπτει το φως, να καλλιεργεί και να θρέφει το σκότος. Τώρα πια η αισιοδοξία κατέστη αδύνατη, η έξοδος από το σκοτάδι αμφίβολη και το μέλλον ζοφερό. Η μόνη διαφορά με τον Μεσαίωνα; Εμείς δεν εξαλείφουμε το ξεχωριστό, το εξαιρετικά αυθεντικό και σπάνιο με κρεμάλες και πυρά, μα με έμμεσο, ύπουλο τρόπο, προκαλώντας στο θύμα την ανάγκη να αυτοκαταστραφεί…
Θα ήταν ανόητος και γελασμένος από την ίδια τη ζωή όποιος επιχειρούσε να κάνει κακό σε εκείνο το φωτεινό πλάσμα (και το επιχείρησαν πολλοί). Εκείνος που θα έρθει σε επαφή μαζί του, που θα του δώσει χρόνο και χώρο προκειμένου να ξεδιπλώσει το μεγαλείο της ψυχής και του πνεύματός του, θα φύγει σίγουρα με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. Θα είναι το χαμόγελο της ειρωνείας της ζωής, της ευτυχίας που στερήθηκε εξ’ ολοκλήρου αυτός ο άνθρωπος και που- ωστόσο- διαθέτει και μεταδίδει με κάθε ευκαιρία.