Σήμερα θα αναφερθώ σε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή και αγαπημένη μου ταινία. Μια δραματική ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου που πλημμυρίζει με συγκίνηση και συναισθήματα αγωνίας τον θεατή. Τα τοπία, οι διάλογοι και γενικότερα οι ερμηνείες των ηθοποιών καθηλώνουν από το πρώτο λεπτό της προβολής της και αυτό την κάνει να διαφέρει από τις υπόλοιπες. Από έναν πολύ ταλαντούχο και διακεκριμένο σκηνοθέτη. Ο λόγος για το «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη.
Η ταινία ακολουθεί την ιστορία δύο νεαρών αδερφών, του Ανέστη και του Βλάση, οι οποίοι κατατάσσονται- χωρίς τη θέληση τους-σε αντίπαλα στρατόπεδα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία εκτυλίσσεται το 1949, δηλαδή την τρίτη και τελευταία χρονιά του πολέμου στον Γράμμο και στο Βίτσι.
Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος στον οποίο «στηρίχθηκε» το σενάριο της ταινίας, διήρκησε από τον Μάρτιο του 1946 έως τον Αύγουστο του 1949, ανάμεσα στον κυβερνητικό Ελληνικό Στρατό και τις αντάρτικες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ). Ήταν η πολεμική σύγκρουση με τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η χώρα μας από το 1830 μέχρι σήμερα. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλοντας να αυξήσουν την στρατιωτική τους βοήθεια στην ελληνική κυβέρνηση, εισήγαγαν ένα νέο όπλο για να τερματίσουν τον πόλεμο, το ναπάλμ. Ο πρώτος βομβαρδισμός με ναπάλμ στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε στον Γράμμο. Κάπως έτσι επικράτησε ο Ελληνικός Στρατός και ηττήθηκε ο ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχουν νικητές παρά μόνο απώλειες ανθρώπων και ερείπια.
Ο Παντελής Βούλγαρης έχει τονίσει πως στην ταινία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Το σενάριο βασίστηκε σε γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, ύστερα από έρευνα πολλών ετών. Το όνομα της ταινίας προέρχεται από ένα από τα συνθήματα του Δημοκρατικού Στρατού. Στο «Ψυχή Βαθιά» βλέπουμε στιγμές απελπισίας, απέραντης θλίψης, φόβου και σκληρότητας. Άλλες πάλι στιγμές βαθιάς ανθρωπιάς και κατανόησης. Πρόσωπα ταλαιπωρημένα από τις κακουχίες, με ανυπομονησία στα μάτια, μέχρι να φθάσει η ώρα που θα ανταμώσουν ξανά με τις οικογένειες τους. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να αποδώσει ρεαλιστικά τις συνθήκες και το «κλίμα» της εποχής. Ένας πόλεμος που έμεινε ανεξίτηλος στη μνήμη των ανθρώπων, καθώς έχει σημαδέψει τη χώρα μας.
Πιο αναλυτικά η πλοκή της ταινίας. Ο Ανέστης είναι 17 ετών και ο Βλάσης 14. Μεγαλωμένοι στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, γνωρίζουν καλά τα βουνά της περιοχής. Γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ως οδηγοί στα άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια του τόπου τους. Ο Ανέστης έχει επιστρατευθεί από τον Εθνικό στρατό, ενώ ο Βλάσης από τον Δημοκρατικό. Τα δύο αδέλφια, παρ’ όλες τις δυσκολίες καταφέρνουν να συναντηθούν κρυφά τρεις φορές. Δυστυχώς, η τρίτη συνάντηση τους είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Είναι αισθητή η αλλαγή συμπεριφοράς του μικρού αδερφού, φαίνεται πιο απόμακρος και παθιασμένος με τον ΔΣΕ. Έχει γίνει πολυβολητής πλέον και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Γράμμου. Μάταιος κόπος η προσπάθεια του Ανέστη να τον πείσει να έρθει με το μέρος του, προκειμένου να έχει ο ένας τον άλλο.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο σύντομος αλλά συγκινητικός ρόλος του 82χρονου τότε Θανάση Βέγγου. Υποδύεται έναν χωρικό, που μαθαίνει πως ο εγγονός του έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης, υπηρετώντας τον Εθνικό Στρατό. Βρίσκει τον ταξίαρχο Τσαγκλό και του ζητάει τη σορό του άτυχου παιδιού. Ο ταξίαρχος αρνείται, ακολουθώντας τις οδηγίες που του έχουν δοθεί, πως πρέπει δηλαδή να ταφεί με δόξα και τιμές μαζί με τους υπόλοιπους αδικοχαμένους στρατιώτες. Ο παππούς ψύχραιμα του αποκρίνεται: «Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε κύριε Ταξίαρχε. Ντροπή είναι. Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες…Θέλω να τον κηδέψω στο χωριό…Τον περιμένουν όλοι…Δεν γυρίζω μόνος». Στην επόμενη σκηνή, βλέπουμε τον παππού να φορτώνει το πτώμα στο κάρο και να χάνεται από το τοπίο, περπατώντας σιωπηλά προς το χωριό του. Αυτός ο γεμάτος συναισθήματα ρόλος του Θανάση Βέγγου «έριξε την αυλαία» για την καριέρα του, καθώς ήταν ο τελευταίος του ρόλος στη μεγάλη οθόνη.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν πως ο Εμφύλιος Πόλεμος άφησε πίσω του όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους. Τραύματα που «κουβαλούσαν» ή «κουβαλούν» μέχρι το τέλος της ζωής τους. Με λίγα λόγια η ταινία είναι ένας σύγχρονος φόρος τιμής στους νεκρούς και των δύο πλευρών.
«Δύσκολο να πυροβολήσεις απέναντι όταν ξέρεις ότι εκεί μπορεί να βρίσκεται ο αδερφός σου»