Το Club 27 περιλαμβάνει δημοφιλείς μουσικούς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς και άλλες διασημότητες που πέθαναν σε ηλικία 27 ετών, συχνά ως αποτέλεσμα κατάχρησης ναρκωτικών και αλκοόλ ή βίαιων μέσων όπως ανθρωποκτονία, αυτοκτονία ή ατυχήματα που σχετίζονται με την μετακίνηση. Το “club” έχει επανειλημμένα αναφερθεί σε πολλά μουσικά περιοδικά, στον ημερήσιο τύπο, σε μυθιστορήματα, σε ταινίες και σε θεατρικά έργα.
Οι θάνατοι αρκετών 27χρονων δημοφιλών μουσικών, οδήγησαν στην πεποίθηση ότι οι θάνατοι είναι πιο συνηθισμένοι σε αυτή την ηλικία. Ο μουσικός βιογράφος Charles Cross, έγραψε: “Ο αριθμός των μουσικών που πέθαναν στα 27 είναι πραγματικά αξιοσημείωτος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν σε όλες τις ηλικίες, υπάρχει όμως, μια στατιστική άνοδος για τους μουσικούς που πεθαίνουν στην ηλικία των 27 ετών”.
Ο Brian Jones, ο Jimi Hendrix, η Janis Joplin και ο Jim Morrison, πέθαναν όλοι σε ηλικία 27 ετών μεταξύ του 1969 και του 1971. Εκείνη την εποχή, η σύμπτωση οδήγησε μεν σε κάποια σχόλια, αλλά η ιδέα του “Club 27” δεν λειτούργησε και επιτρέψτε μου, να ανοίξω εδώ μία παρένθεση: (Εκτός από την ηλικία τους, κανένας δεν ασχολήθηκε με ένα δεύτερο κοινό στοιχείο που είχαν: Και των τεσσάρων τα ονοματεπώνυμα, περιείχαν το γράμμα “J”: Brian Jones, Jimi Hendrix, Janis Joplin, Jim Morrison. Είμαι βέβαιος, πως εάν το είχαν εντοπίσει, οι θεωρίες συνομωσίας θα είχαν οργιάσει). Η ιδέα λοιπόν του Club 27, άρχισε να λειτουργεί στη δημόσια αντίληψη μόλις το 1994 με τον θάνατο του Kurt Cobain, παρ’ όλο που ο μπλουζίστας Robert Johnson, που πέθανε από δηλητηρίαση 56 χρόνια νωρίτερα, είναι ένας από τους πρώτους δημοφιλείς μουσικούς που συμπεριλήφθηκαν στη λίστα του Club 27.
Σύμφωνα με τον Charles Cross, η αυξανόμενη σημασία των μέσων ενημέρωσης -διαδίκτυο, περιοδικά και τηλεόραση- αλλά και η ανταπόκριση του κοινού σε μια συνέντευξη της μητέρας του Cobain, ενίσχυσαν τέτοιες θεωρίες. Ένα απόσπασμα από μια δήλωση που έκανε η μητέρα του Cobain, Wendy Fradenburg Cobain O’Connor, στην εφημερίδα Daily World:
“Τώρα έφυγε και μπήκε σε αυτό το ηλίθιο κλαμπ. Μα του είχα πει, να μην μπει σε αυτό το ηλίθιο κλαμπ. Νομίζετε πως δεν του το είχα πει;” .
Υπάρχουν συγγραφείς που συμμερίζονται την άποψη του Cross, αλλά από την άλλη πλευρά, ο Eric Segalstad, συγγραφέας τού The 27s: The Greatest Myth of Rock ‘n’ Roll, υπέθεσε ότι η μητέρα του Cobain αναφέρθηκε στον θάνατο των δύο θείων του και τού προπάππου τού θείου του, που όλοι είχαν αυτοκτονήσει.
Σύμφωνα με τον Cross, τα γεγονότα αυτά, οδήγησαν ένα σύνολο θεωρητικών συνωμοσίας, να προτείνουν την ιδέα ότι ο Kurt Cobain χρονομέτρησε σκόπιμα τον θάνατό του ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στο Club 27. Παράλογο ε;
Ωστόσο, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Cobain, η Amy Winehouse, που το 2008 είχε εκφράσει φόβο μήπως πεθάνει και αυτή στα 27 της χρόνια, πέθανε το 2011, όντως σε ηλικία 27 ετών. Τρελό ή όχι, η δήλωση που είχε κάνει, αλλά και ο θάνατός της, τροφοδότησαν ακόμα μια φορά τις θεωρίες συνομωσίας, προκαλώντας μια ανανέωση της προσοχής των μέσων ενημέρωσης που για άλλη μια φορά, αφιέρωσαν άρθρα επί άρθρων για το Club 27.
Ένας άνθρωπος βέβαια, δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι μουσικός για να είναι μέλος του Club 27. Έτσι δεν είναι; Μέλη λοιπόν, που το Rolling Stone συμπεριέλαβε στη λίστα του, είναι και τα εξής:
Ο ηθοποιός Jonathan Brandis, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, ο Anton Yelchin, ο οποίος είχε παίξει σε ένα punk rock συγκρότημα, αλλά ήταν κυρίως γνωστός ως ηθοποιός ταινιών, μπήκε στη λίστα μετά τον θάνατό του, το 2016 και ο Jean-Michel Basquiat, παρά τη σχετικά σύντομη μουσική του καριέρα, μπήκε στη λίστα ως καλλιτέχνης γκράφιτι και ζωγράφος.
Πάμε λοιπόν, τώρα όλοι μαζί -27+ χρονοι, να ρίξουμε μια ματιά σε μερικούς πάρα πολύ γνωστούς μας μουσικούς, που δεν πρόλαβαν να γιορτάσουν τα 28α γενέθλιά τους.
* Robert Johnson (16 Αυγούστου 1938)
Ο πιο σπουδαίος τραγουδιστής των Blues όλων των εποχών, πέθανε στις 16 Αυγούστου του 1938 στο Greenwood του Mississippi σε ηλικία 27 ετών. Του έριξαν στρυχνίνη στο μπουκάλι με το ουίσκι που έπινε.
Πολλοί, έχουν αποκαλέσει τον Johnson, “πατέρα του Rock ‘n’ roll”. Από όλους τους Bluesmen, ο Robert Johnson (1911-1938) ήταν ο πιο σπουδαίος και ο πιο παραγωγικός. Παρ’ όλο που δεν έζησε πολλά χρόνια για να προλάβει να γίνει τόσο δημοφιλής όσο άλλοι καλλιτέχνες του Blues, η μουσική του επηρέασε έναν αριθμό καλλιτεχνών του Rock οι οποίοι με τη σειρά τους, άλλαξαν τη ροή της Rock μουσικής ιστορίας. Μερικοί, βρίσκουν ενδιαφέρον στον θρύλο πίσω από τον “Θρύλο”: Συνέταιρος του Διαβόλου. Την ψυχή του για να παίζει ακόμα και …νεκρός!
Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, είναι η πραγματικότητά του. Παρ’ όλο που λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του, η μουσική του παραμένει, και ανάμεσα στους κιθαριστικούς κύκλους του Rock ‘n’ Roll, αλλά και στις συζητήσεις
των Blues fans, το όνομα Robert Johnson είναι πασίγνωστο όσο και αξιοσέβαστο. Για πολλούς ήταν ένας περιπλανώμενος και περιπλανιόταν με τέτοια ταχύτητα, που σπάνια είχε κανείς την ευκαιρία να τον συναντήσει ….ξανά! Μόνο η οικογένειά του (η ετεροθαλής αδελφή του, Carrie Spencer, ο πατριός του Dusty Willis) και ελάχιστοι παιδικοί του φίλοι (R. L. Windum, Willie Brown, Son House, Ike Zinnerman, Robert Lockwood, Johnny Shines, Don Law και John Hammond), γνωρίζουν λεπτομέρειες από τη ζωή του.
Τον Ιούλιο του 1938, ο Robert πήγε στο Robinsonville για να παίξει σε ένα μαγαζί που το έλεγαν “Three Forks”. Σ’ αυτό το μαγαζί ο Robert γνώρισε μια γυναίκα και έπαιξε για τελευταία φορά.
Το να είσαι επαγγελματίας μουσικός ήταν πολύ επικίνδυνο εκείνη την εποχή. Οι μουσικοί σε μισούσαν εάν έπαιζες καλύτερα απ’ αυτούς, οι γυναίκες σε μισούσαν εάν κοίταζες κάποια άλλη γυναίκα και οι άντρες σε μισούσαν επειδή όλες οι γυναίκες κοιτούσαν εσένα. Έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός ιδιαίτερα εάν δεν πρόσεχες με ποια γυναίκα μιλάς. Και ο Robert ήταν θρυλικός γι’ αυτό. Η αγάπη του για τις γυναίκες ήταν τόσο μεγάλη που δεν δίσταζε να αγκαλιάζει όποια του άρεσε αδιαφορώντας για το εάν είναι μόνη της ή όχι.
Ο Robert πήγε εκεί για να παίξει μερικά Σαββατόβραδα μαζί με τον “Honeyboy” Edwards. Ένα Σαββατόβραδο απ’ αυτά, ήρθε για μία έξτρα εμφάνιση ο Sonny Boy Williamson. Ο “Honeyboy” θα ερχόταν μετά τις 22:30 και έτσι για τα όσα συνέβησαν και που κόστισαν τη ζωή του Robert, είναι πληροφορίες που δόθηκαν από τον Sonny Boy.
Υπήρχε πολύ κέφι εκείνο το βράδυ. Μουσική, χορός και δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες στην κορυφή του γεγονότος. Ο Robert, παίζοντας φλερτάριζε με τη γυναίκα που είχε γνωρίσει εκεί, αλλά δεν ήξερε, δεν πρόσεξε και τελικά δεν πρόλαβε να μάθει, ότι ήταν η γυναίκα τού ιδιοκτήτη του μαγαζιού.
Ο Sonny Boy έβλεπε τον Robert να φλερτάρει, αλλά ταυτόχρονα παρατήρησε να υπάρχει κάποια ανησυχία ανάμεσα στο κοινό. Στο διάλειμμα, ο Robert και ο Sonny Boy πήγαν στη μπάρα και σε μια στιγμή, κάποιος πρόσφερε στον Robert ένα ανοιχτό –μισό- μπουκάλι ουίσκι. Ο Robert έκανε να πιει αλλά ο Sonny Boy του το πέταξε από τα χέρια, λέγοντας:
“Μην πίνεις ποτέ από ένα ανοιχτό μπουκάλι. Δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει μέσα”.
Ο Robert εκνευρίστηκε και του απάντησε:
“Κι’ εσύ, να μην πετάξεις ποτέ ξανά ένα μπουκάλι, όταν αυτό βρίσκεται στα χέρια μου”.
Έτσι και έγινε. Όταν σε λίγο ένα δεύτερο μπουκάλι προσφέρθηκε ξανά στον Robert, ο Sonny δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να τον παρακολουθεί να πίνει και να ελπίζει…
Δεν πέρασε πολλή ώρα. Ανέβηκαν πάλι για να παίξουν, αλλά ο Robert δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Ο Sonny πήρε το μικρόφωνο, αλλά αμέσως μετά, ο Robert σταμάτησε και βγήκε έξω σφαδάζοντας από τους πόνους. Το μπουκάλι, είχε μέσα στρυχνίνη.
Ήταν νέος και αρκετά δυνατός και θα μπορούσε ίσως να αντισταθεί στη δηλητηρίαση. Ήταν όμως πολύ αργά. Τον ταλαιπωρούσε και μία πνευμονία για την οποία δεν υπήρχε θεραπεία πριν από το 1946. Ήταν 16 Αυγούστου του 1938.
Ο Robert Johnson μελετάει από τότε την κιθάρα του στο νεκροταφείο Little Zion Church του χωριού Money στο Mississippi.
* Brian Jones (3 Ιουλίου 1969)
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μία μαμά-μπάντα που την έλεγαν Little Boy Blue & the Blue Boys και είχε τρία “κακά” παιδιά. Τον Mick, τον Keith και τον Dick που ήταν και τα τρία από το Dartford. Σε λίγο η μαμά μπάντα απέκτησε και ένα τέταρτο παιδί, τον Brian που ήταν από το Cheltenham, αλλά κι αυτό το παιδί ήταν “κακό” όπως και τα άλλα τρία. Ήταν όμως τόσο “κακό” αυτό το τέταρτο παιδί που μια μέρα αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της μαμάς-μπάντας και έτσι από Little Boy Blue & the Blue Boys το έκανε Rolling Stones. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άλλαξε το πόστο του Dick και από την κιθάρα τον πέρασε στο μπάσο.
Ο Dick όμως που δεν του άρεσε αυτή η αλλαγή, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μαμά-μπάντα και να πάρει τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Έτσι ένα πρωί, μάζεψε τα πράγματά του, πήρε –σα να λέμε- το δισάκι του στον ώμο και έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε έναν φίλο του τον Phil May και αποφάσισαν να φτιάξουν μαζί μία άλλη μπάντα και όπως ο Brian ονόμασε τη μπάντα Rolling Stones από ένα τραγούδι του Muddy Waters, έτσι και ο Dick ονόμασε την καινούργια μπάντα Pretty Things δανειζόμενος τον τίτλο ενός τραγουδιού του Bo Diddley. Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα και οι δύο μπάντες πήραν η κάθε μια τον δικό της ξεχωριστό δρόμο και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ιδρυτικό μέλος και πολυ-οργανίστας των Rolling Stones, ο Brian Jones, βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του σπιτιού του στο East Sussex στις 3 Ιουλίου του 1969 σε ηλικία 27 ετών. Η ιατροδικαστική έρευνα “έδειξε” ότι πνίγηκε από ατύχημα ύστερα από συνδυασμό αλκοόλ και ναρκωτικών. Ωστόσο, 25 χρόνια αργότερα (1994) ο Frank Thorogood (ο χτίστης που του έφτιαχνε το σπίτι), λίγες στιγμές πριν πεθάνει, ομολόγησε ότι ήταν αυτός που τον έπνιξε.
*Alan Wilson (3 Σεπτεμβρίου 1970)
Οι Canned Heat γνώρισαν σημαντική καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, που στέφθηκε από μια εμφάνιση στο Woodstock το 1969. Αλλά ο κιθαρίστας Al “Blind Owl” Wilson είχε πολλά προβλήματα. Ήταν αποξενωμένος από την οικογένειά του, τού έλειπε η αυτοπεποίθηση, έπασχε από κατάθλιψη και μία από τις εκκεντρικές του συνήθειες ήταν να κοιμάται σε εξωτερικούς χώρους. Έτσι έκανε την τελευταία νύχτα της ζωής του, στο σπίτι του τραγουδιστή Bob Hite στο Los Angeles.
Το σώμα του Wilson βρέθηκε στην αυλή του Hite στις 3 Σεπτεμβρίου 1970. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος του και υπήρχε ένα μπουκάλι με το βαρβιτουρικό Seconal δίπλα του. Η αιτία του θανάτου δόθηκε επίσημα ως υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, αλλά ο ντράμερ Fito de la Parra είπε ότι ο Wilson αυτοκτόνησε.
* Jimi Hendrix (18 Σεπτεμβρίου 1970)
Σπουδαίος και μοναδικός κιθαρίστας/τραγουδιστής. Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970 στο Λονδίνο σε ηλικία 27 ετών, μετά από συνδυασμό υπνωτικών χαπιών και κρασιού.
Δεν χρειάζεται να πω ότι ήταν ο καλύτερος κιθαρίστας της εποχής του, ούτε και θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι ήταν ο καλύτερος κιθαρίστας στον πλανήτη μας. Ο Jimi δεν έπαιζε “ακριβώς” την κιθάρα του, αλλά έπαιζε με έναν τρόπο που δεν έπαιζε κανένας ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά απ’ αυτόν. Ήταν μοναδικός και ξεχωριστός. Ήταν φαινόμενο. Η κιθάρα του, ήταν μέρος του σώματός του, προέκταση των χεριών του και είναι ο άνθρωπος που έκανε δημοφιλές το πετάλι Wah-Wah. Έχεις κάθε δικαίωμα φυσικά στο γούστο και μπορείς να πεις ότι σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, αλλά δεν μπορείς να τον αρνηθείς. Το γούστο δεν έχει καμία σχέση με την αξία και αυτό είναι έτσι όπως σου το λέω. Και σε μένα δεν αρέσει το ρεπερτόριο π.χ. της Κάλας ή του Παβαρότι (οι άριες δηλαδή) και τις αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι, αλλά δεν μπορώ και δεν γίνεται να αρνηθώ την αξία τους σαν καλλιτέχνες. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Έτσι, όταν οι μουσικόφιλοι διαλέγουν κιθαρίστες, το συνηθέστερο όνομα που ακούγεται είναι του Eric Clapton, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Jimi αδικείται. Σημαίνει πάρα πολύ απλά, ότι ο Jimi δεν συγκρίνεται με κανέναν για να μπει σε λίστες, γιατί είναι από μόνος του μια ολόκληρη κατηγορία και μόνο ξεχωριστά από όλους τους άλλους μπορεί να τοποθετηθεί. Σούπερ ταλαντούχος παίχτης. Μοναδικός και αξεπέραστος. Το να μην έχεις όμως κανέναν άλλο που να μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, αυτό μπορεί να είναι έως και …τραγικό, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία!
Αγαπήσαμε τραγούδια όπως τα ‘Purple Haze’, ‘Little Wing’, ‘The Wind Cries Mary’, ‘Voodoo Chile’ (για να μη γράφω ολόκληρη λίστα), όχι επειδή ήταν μοναδικά, γιατί δεν ήταν, και ναι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Jimi δεν ήταν ο σούπερ τραγουδοποιός. Ε ναι δεν ήταν. Για άλλο πράγμα αγαπήσαμε και αυτόν και τα τραγούδια του. Τον αγαπήσαμε για το απίστευτο κιθαριστικό του παίξιμο και τα τραγούδια του, τα αγαπήσαμε κυρίως για την ατμόσφαιρά τους.
Θα τολμήσω λοιπόν να πω, ότι εάν αυτά τα τραγούδια τα παρουσίαζε με μία μπάντα (και δεν εννοώ με τους Experience που ήταν backing band, αλλά εννοώ με μία πραγματική μπάντα), θα έβγαιναν πολύ, μα πολύ ανώτερα. Μπορείς να το φανταστείς; Δεν μπορείς; Ε λοιπόν, θέλω να σε πληροφορήσω ότι στα 1970, υπήρχε σε εξέλιξη ένα project των Hendrix Experience με τους Emerson, Lake and Palmer, που δυστυχώς ο θάνατός του Jimi, δεν επέτρεψε να ολοκληρωθεί. Εάν όμως προλάβαινε να συμβεί, αυτό το αποτέλεσμα μπορείς να το φανταστείς;
Δεν έχω πρόθεση φυσικά να υποτιμήσω (ούτε κατά διάνοια) το ταλέντο του με όλα αυτά που γράφω περί τραγουδοποιίας, γιατί ακόμα και με τις μικρές του ικανότητες στον τομέα αυτό, οι δίσκοι του ήταν μόνο φανταστικοί και ο ίδιος ήταν ένα σύμβολο.
Πέρα όμως απ’ αυτό, υπάρχει εδώ μία πολύ μεγάλη αλήθεια: Δεν έχει υπάρξει (και προφανώς δεν θα υπάρξει) άλλος Hendrix.
* Janis Joplin (4 Οκτωβρίου 1970)
Η πιο συγκλονιστική γυναικεία φωνή του Blues και του Rock, πέθανε στις 4 Οκτωβρίου του 1970 στο Los Angeles σε ηλικία 27 ετών, από υπερβολική δόση ηρωίνης.
1η Οκτωβρίου 1970: Στο στούντιο Sunset Sound στο Los Angeles, η Janis Joplin ζητάει από τον παραγωγό Paul Rothchild να “τρέξει” το tape εγγραφής και κάνει μία δήλωση: “I’d like to do a song of great social and political import”.
Του κλείνει το μάτι και αρχίζει να τραγουδάει χωρίς τη συμμετοχή των Full Tilt Boogie που είναι παρόντες:
“Oh Lord, won’t you buy me a Mercedes-Benz?
My friends all drive Porsches, I must make amends…”
Το “Mercedes Benz” είναι ένα μοναχικό Blues που μιλάει για την απατηλή –υποσχόμενη- ευτυχία των εγκόσμιων αγαθών (που σπάνια γίνεται πραγματικότητα) του απορριπτέου καταναλωτισμού της hippie-εποχής που η Joplin βίωσε στο Port Arthur του Texas και στην California που πήγε στην αρχή της δεκαετίας του 60 κερδίζοντας πολύ γρήγορα μια θέση ανάμεσα στα κορυφαία μουσικά ονόματα της εποχής της.
Όταν η Joplin τραγουδούσε στο δεύτερο και στο τρίτο κουπλέ του “Mercedes Benz” για μία “color TV” και για μία “night on the town”, ήξερε πολύ καλά ότι ούτε το ένα, αλλά ούτε και το άλλο θα φέρουν την πολυπόθητη –για τον καθένα- ευτυχία. Ήξερε ότι δεν σημαίνει πως χωρίς αυτά είσαι απαραίτητα δυστυχής, αλλά ήξερε και ότι αυτά τα καταναλωτικά αγαθά, ήταν οι επιθυμίες της γενιάς που μάχονταν τον καταναλωτισμό -στην ουσία ουτοπικά- αφού οι επιθυμίες αυτές ήταν …ορατές.
Νωρίτερα (σε μία περιοδεία της στην άλλη άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών), παίζοντας μπιλιάρδο με τους φίλους της Rip Torn και Emmett Grogan στη Νέα Υόρκη, τους άκουσε να τραγουδούν ένα ποίημα του Michael McClure που ξεκινούσε με τη φράση: “Oh Lord, won’t you buy me a Mercedes Benz?” Τη συγκράτησε και άρχισε σιγά-σιγά να “χτίζει” το τραγούδι.
Επιστρέφοντας στην California, η Joplin και ο Bob Neuwirth πήραν την άδεια του McClure για να μετατρέψουν το ποίημά του σε τραγούδι και όταν αυτό ολοκληρώθηκε, η Janis τηλεφώνησε στον McClure τραγουδώντας του από το τηλέφωνο τη δική της εκδοχή. Αυτός απάντησε τραγουδώντας τη δική του (από το τηλέφωνο πάντα), αλλά η Janis τον πληροφόρησε ότι προτιμά τη δική της εκδοχή και ότι –με την άδειά του- θα το ηχογραφήσει μ’ αυτήν.
Ξεκινώντας λοιπόν τις διαδικασίες για την ηχογράφηση του νέου της album στα τέλη του καλοκαιριού του 1970, η Janis ρισκάριζε την καριέρα της και το ήξερε. Είχε καταφέρει να γίνει ένα τεράστιο όνομα στη μουσική σκηνή και η αναντικατάστατη front-woman των Big Brother and the Holding Company από το 1966 μέχρι τα τέλη του 1968, αλλά στη συνέχεια, η σόλο καριέρα της δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής.
Ο Rothchild που ήταν παραγωγός των Doors και που είχε αναλάβει τώρα την καριέρα της, τής συνέστησε να ηχογραφήσει στο Sunset Sound στούντιο και όχι στο στούντιο της CBS –όπως τη δέσμευε το συμβόλαιό της- και αφού έπεισαν τη CBS για την αλλαγή του στούντιο, τις επόμενες εβδομάδες, η Joplin μαζί με τους Full Tilt Boogie ξεκίνησαν να ηχογραφούν τραγούδια όπως το δικό της “Move Over”, το “Me and Bobby McGee” του Kris Kristofferson και με την προσθήκη του “Mercedes Benz” (που προς το παρόν είχαν ηχογραφημένη μόνο τη φωνή της) και μιας διασκευής του “Happy Trails” (που θα αποτελούσε δώρο για τα τριακοστά γενέθλια του John Lennon στις 9 Οκτωβρίου), το νέο album θα ήταν έτοιμο.
Η ατμόσφαιρα όμως στο στούντιο έκρυβε ένα μυστικό: Η Joplin μετά από μία περίοδο διακοπής, είχε επανέλθει στην ηρωίνη που την χρησιμοποιούσε –όπως είπε η ίδια- για να κρατηθεί μακριά από το αλκοόλ προκειμένου να μπορέσει να τελειώσει την ηχογράφηση του album, επειδή τα hangovers του αλκοόλ δεν της επέτρεπαν να αποδώσει τραγουδιστικά.
3 Οκτωβρίου 1970: Οι Full Tilt Boogie ηχογράφησαν το μουσικό χαλί για το τραγούδι “Buried Alive in the Blues” του δικού μας Nick Gravenites και κανόνισαν να πάει η Joplin να ηχογραφήσει τη φωνή την επόμενη ημέρα. Γύρω στις 11 το βράδυ τελείωσαν και κουρασμένοι πήγαν όλοι για ύπνο. Το ίδιο έκανε και η Janis. Πήγε να κοιμηθεί στο δωμάτιό της στο Landmark Motor Hotel και εκεί “έφυγε” κατά τη διάρκεια της νύχτας από υπερβολική δόση ηρωίνης στα 27 της χρόνια στις 4 Οκτωβρίου του 1970.
Ο Rothchild και οι υπόλοιποι, σοκαρισμένοι, δούλεψαν εντατικά δύο εβδομάδες για να ασχοληθούν με τα υπόλοιπα overdubs και να τελειώσουν το album που ονομάστηκε Pearl (ένα ψευδώνυμο που η ίδια είχε πρόσφατα υιοθετήσει για τον εαυτό της).
Έξω από το ξενοδοχείο, ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό της. Όχι μία Mercedes Benz, αλλά μία Porsche 356 του 1965, που την αγόρασε το 1968 και την είχε βάψει με ψυχεδελικά χρώματα.
Το είδωλο των hippies που τραγουδούσε “My friends all drive Porsches”, οδηγούσε και η ίδια μία Porsche γνωρίζοντας πολύ καλά την ευχαρίστηση που νοιώθει κανείς όταν βρίσκεται πίσω από το τιμόνι και όπως όλοι –τουλάχιστον τότε- επιθυμούσε και ή ίδια να οδηγήσει μία Mercedes Benz.
* Jim Morrison (3 Ιουλίου 1971)
Ο Τραγουδιστής και Στιχουργός των Doors, πέθανε στις 3 Ιουλίου του 1971 στο Παρίσι σε ηλικία 27 ετών. Σύμφωνα με τον Γαλλικό νόμο δεν έγινε αυτοψία, επειδή η ιατρική εξέταση δεν έδειξε να υπάρχουν στοιχεία εγκλήματος. Η απουσία όμως της επίσημης αυτοψίας, άφησε πολλά ερωτηματικά για τον θάνατο του Jim. Μερικά χρόνια αργότερα, η σύντροφός του Pamela Courson, πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης, σε ηλικία επίσης 27 ετών.
Οι Doors σαν μπάντα του 70, είναι γεγονός ότι δεν πρόλαβαν να κάνουν σχεδόν τίποτα (μαζί με τον Jim), παρά μόνο το LA Woman κι’ αυτό στην είσοδο της δεκαετίας. Σαν μπάντα όμως του 60, ήταν ….ήρωες!!!! Είναι λάθος να συγκρίνουμε τους Doors με τους Led Zeppelin ή τους Pink Floyd. Και ο ίδιος ο Morrison, δεν έχει καμία σχέση με τον Robert Plant ή τον Roger Waters. Το 1967, ο κόσμος βρίσκονταν στο κλίμα του “Sgt. Pepper” και όλη η φιλοσοφία της εποχής, ήταν γύρω από το “All You Need Is Love”.
Ο Jim ήρθε σαν κεραυνός με τα φίδια του και τις σαύρες του, με την παραφροσύνη και τις ωδές του στον Nitzsche, με τον θάνατο και τη σκοτεινιά του. Κανείς δεν το είχε κάνει αυτό μέχρι τότε. Ο Jim Morrison ήταν αμφισβητούμενη προσωπικότητα. Τον λάτρεψαν …πολωτικά!!! Είτε σαν ίνδαλμα σε βαθμό μανιακό, είτε σαν ανόητο και επιδειξία απομακρυνόμενοι απ’ αυτόν. Δεν χρειάζεται φυσικά να πω ότι και οι δύο αυτοί πόλοι είναι εντελώς ανόητοι!!! Η θρησκευτική προσέγγιση δεν έχει καμία θέση εδώ. Ο ίδιος ο Jim μισούσε την ειδωλοποίησή του, αλλά ο θάνατός του συνέβαλλε αναπόφευκτα σ’ αυτό και για πολλούς ανθρώπους, ο Jim παρέμεινε για πάντα ο Lizard King. Ο τελευταίος κυβερνήτης όλων των πραγμάτων. Μυστικών και κοσμικών και μερικές φορές ακόμα και …νεκρομαντικών!!!
Δεν χρειάζονται όμως όλες αυτές οι υπερβολές. Τα λυρικά του οράματα ήταν περιορισμένα αλλά ομοιόμορφα, για να μην αναφέρω και το παράγωγο (μην ξεχνάτε ότι πήρε τις περισσότερες ιδέες του από τον William Blake). Ο Jim ήταν πολύ καλός ποιητής. Δεν αναφέρομαι στο αν ήταν καλός front-man, όχι επειδή δεν ήταν (βεβαίως και ήταν), αλλά επειδή υπήρχαν και πολλοί άλλοι που ήταν επίσης πολύ καλοί και δεν νομίζω να έχει σημασία να κάθομαι τώρα να συγκρίνω αν ο Jim ήταν καλύτερος από τον τάδε ή αν ο τάδε ήταν καλύτερος από τον Jim. Θεωρώ ότι υπάρχουν καλλιτέχνες, που έχουν προσφέρει τόσα πολλά στην τέχνη τους, ώστε να μην χωράει το “μου αρέσει” ή το “δεν μου αρέσει”. Η προσφορά τους είναι που μετράει. Το τι άφησαν πίσω τους είναι που μετράει και αυτό είναι κάτι που το κρίνει μόνο ο χρόνος και κανένας άλλος.
Ο Jim λοιπόν, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Κατ’ αρχήν, ήταν ειλικρινής με ότι έκανε, ακόμα και με τα ‘wrong-doing’. Τα ατέλειωτα μπλεξίματά του με την αστυνομία, το περίφημο σκηνικό του 1969 όταν κατέβασε το παντελόνι του πάνω στη σκηνή, το αυτοκαταστροφικό sex & drugs lifestyle, όλα αυτά δεν τα έκανε για να τραβήξει την προσοχή. Τα έκανε και τα ένοιωθε. Τα ήθελε. Τα ζούσε. Αυτό είναι και μία πολύ μεγάλη διαφορά από τους μετέπειτα καλλιτέχνες της δεκαετίας του 70 που παρασυρμένοι από το glam movement, έχασαν κάθε ειλικρίνεια.
Ο Jim δεν ήταν μυστηριώδης και φρικιαστικός όπως ο Alice Cooper ή ο Ozzy Osbourne. Ήταν χειροπιαστός και πραγματικός, μέσα από το βάθος των στίχων του και του τραγουδίσματός του. Σκοτεινός, αλλά περιβεβλημένος με ένα σκοτάδι ζωντανό υπαρκτό και πραγματικό, που μπορούσες να το αγγίξεις χωρίς να σε τρομάξει.
Το 1970 κυκλοφόρησε το “δυνατό” και “σκοτεινό” Morrison Hotel και το 1971 ακολούθησε το πάρα πολύ καλό LA Woman και η μετακόμιση του Morrison στο Παρίσι αμέσως μετά το τελείωμα των ηχογραφήσεων. Ήθελε να κάνει μία ποιητική καριέρα εκεί, αλλά ξαφνικά στις 3 Ιουλίου του 1971 βρέθηκε στη μπανιέρα του νεκρός. Επίσημα, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Οι ιστορίες για το θάνατό του είναι πολλές, αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτό το θέμα και δεν θα ασχοληθώ ούτε τώρα. Με αφορά το σημαντικό και το ουσιώδες και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μονάχα, η απώλεια του καλλιτέχνη που είχε σημαντική και αξιόλογη προσφορά σ’ αυτό που λέμε Κουλτούρα και Μουσική Rock.
* Ron “Pigpen” McKernan (8 Μαρτίου 1973)
Ιδρυτικό μέλος και Οργανίστας των Grateful Dead. Πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1973 στην Corte Madera της California σε ηλικία 27 ετών, από γαστρεντερική αιμορραγία.
Ο Pigpen ήταν ευαίσθητος και είχε πρόβλημα με το αλκοόλ. Συναντήθηκε με τον Jerry Garcia και τον Bob Weir το 1964 για να σχηματίσουν ένα jug band που εξελίχθηκε στους Grateful Dead. Ο Pigpen άρχισε να πίνει από τα δώδεκα και στα είκοσί του, είχε ήδη οικονομήσει μία κίρρωση του ήπατος και άλλα προβλήματα υγείας. Το τέλος τον βρήκε μόνο του, στο σπίτι του, στην Corte Madera, με θέα στον κόλπο του San Francisco, στις 8 Μαρτίου 1973.
* Dave Alexander (10 Φεβρουαρίου 1975)
Μπασίστας των Stooges. Πέθανε από πνευμονικό οίδημα στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 σε ηλικία 27 ετών.
Ιδρυτικό μέλος των Stooges, ο Dave Alexander, είχε τη φήμη ότι ήταν ένα κανόνι σε “σίγαση” πριν ακόμη ιδρυθεί το γκρουπ. Παράτησε το γυμνάσιο την τελευταία χρονιά και πήγε στην Αγγλία μαζί με τον κιθαρίστα των Stooges, Ron Asheton, με την ελπίδα να γίνει μέλος των Beatles.
Έφερε πολλές ιδέες στους Stooges, αλλά όταν έμπλεξε με τις ουσίες και έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να παίξει, ο Iggy Pop τον απέλυσε. Θα περνούσε σίγουρα το υπόλοιπο της ζωής του παλεύοντας με εθισμούς και προβλήματα υγείας, γιατί άρχισε να πίνει τόσο πολύ που ανέπτυξε παγκρεατίτιδα και αφού πήγε σε ένα νοσοκομείο, πέθανε από πνευμονικό οίδημα τον Φεβρουάριο του 1975.
* Pete Ham (24 Απριλίου 1975)
Το 1975, ο Pete Ham έπαθε νευρικό κλονισμό. Ο manager των Badfinger, Stan Polley, εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί του όλα τα λεφτά της μπάντας, αφήνοντας το γκρουπ απένταρο. Ο Pete έπεσε σε κατάθλιψη και κρεμάστηκε στο γκαράζ του στις 24 Απριλίου του 1975. Αυτοκτονώντας μόλις τρεις ημέρες πριν από τα 28α γενέθλιά του, έγινε μέλος του Club 27.
Υπήρχε μια δήλωση κοντά του που έγραφε: “Ο Stan Polley είναι μπάσταρδος και θα τον πάρω μαζί μου”.
* Chris Bell (27 Δεκεμβρίου 1978)
Η καριέρα του Chris Bell ήταν τόσο τραγική όσο και ο χαμός του. Ο ταλαντούχος κιθαρίστας ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τους Big Star. Συνέγραψε μεγάλο μέρος του #1 δίσκου μαζί με τον τραγουδιστή Alex Chilton. Παρ’ όλο όμως, που οι κριτικοί επαίνεσαν το άλμουμ, αυτό απέτυχε εμπορικά. Έξι χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο Bell εγκατέλειψε τους Big Star, έπεσε σε κατάθλιψη, εθίστηκε στα ναρκωτικά και αργότερα αναγκάστηκε να εργαστεί στο εστιατόριο της οικογένειάς του, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να ξαναρχίσει την καριέρα του.
Τον Δεκέμβριο του 1978, ο Bell έπεσε με το σπορ αυτοκίνητό του, Triumph TR-7 σε έναν στύλο και σκοτώθηκε ακαριαία. Μεγάλο μέρος της σόλο δουλειάς του κυκλοφόρησε μετά θάνατον, υπενθυμίζοντας σε πολλούς τη συμβολή του στη δημιουργία του ήχου των Big Star.
* Pete de Freitas (14 Ιουνίου 1989)
Ο Drummer των Echo and the Bunnymen σκοτώθηκε με τη μοτοσικλέτα του καθώς πήγαινε από το Λονδίνο στο Λίβερπουλ, στις 14 Ιουνίου του 1989 σε ηλικία 27 ετών. Η ώρα, ήταν 4 το μεσημέρι, όταν η 900cc Ducati που οδηγούσε, συγκρούστηκε με ένα μηχανοκίνητο όχημα, στον Α51 Longdon Green, στο Staffordshire. Η στάχτη του σκορπίστηκε στον ποταμό Τάμεση.
* Mia Zapata (7 Ιουλίου 1993)
Ως τραγουδίστρια των Gits, η Mia Zapata ήταν μια punk δύναμη και η κορυφαία γυναικεία φωνή στην ανερχόμενη, ανδροκρατούμενη grunge σκηνή του Seattle. Το ντεμπούτο άλμπουμ της μπάντας, πήγε πάρα πολύ καλά, αλλά καθώς ετοίμαζαν το δεύτερο άλμπουμ τους, η Zapata ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, βιάστηκε και στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου τον Ιούλιο του 1993. Άλλες μπάντες, όπως οι Nirvana και οι Pearl Jam, βοήθησαν να συγκεντρωθούν χιλιάδες δολάρια για να προσλάβουν έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να ψάξει τον δολοφόνο της.
Στη συνέχεια, οι φίλοι της, ίδρυσαν το Home Alive, έναν οργανισμό αυτοάμυνας, έδωσαν μια σειρά από συναυλίες και κυκλοφόρησαν συλλογές με συμμετοχές από διάφορες μπάντες του Seattle.
Το 1994, τής αφιέρωσαν το άλμπουμ ¡Viva Zapata! ενώ η Joan Jett θα συνέχιζε με τους Gits την περιοδεία με το όνομα Evil Stig (που είναι το Gits Live ανάποδα) για να ωφελήσει την έρευνα για τον δολοφόνο της, αλλά και να αποτίσει φόρο τιμής στη φίλη της.
Ο δολοφόνος τελικά, βρέθηκε και καταδικάστηκε το 2003.
* Kurt Cobain (8 Απριλίου 1994)
Τραγουδιστής και κιθαρίστας των Nirvana. Αυτοκτόνησε στις 5 Απριλίου του 1994 στο Seattle σε ηλικία 27 ετών.
Ο Kurt Cobain βρισκόταν στην κορυφή όταν ένας ηλεκτρολόγος ανακάλυψε το πτώμα του στο δωμάτιο του σπιτιού του στην 171 Lake Washington Boulevard East στο Seattle της Washington στις 8 Απριλίου του 1994. Είχε ένα όπλο στο στήθος του, και το σημείωμα αυτοκτονίας του σε μία γλάστρα. Λίγο πριν το θάνατό του, είχε κάνει check out από ένα κέντρο αποκατάστασης.
Σύμφωνα με τα μέλη της οικογένειάς του, ο Cobain είχε πολεμήσει την κατάθλιψη ακόμη και πριν κερδίσει παγκόσμια φήμη. Επίσης, οι πόνοι στο στομάχι του είχαν γίνει πια τόσο σοβαροί που κατέληξε να εξαρτάται από την ηρωίνη και κάποτε ακούστηκε να λέει, “Αυτή [η ηρωίνη] είναι το μόνο πράγμα που με σώζει από το να χτυπάω το κεφάλι μου όλη την ώρα”.
* Amy Winehouse (23 Ιουλίου 2011)
Η Amy, είναι το πιο πρόσφατο μέλος του Club 27. Πέθανε στις 23 Ιουλίου του 2011 στο Λονδίνο σε ηλικία 27 ετών.
Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποια ήταν η ψυχική κατάσταση της Amy όταν ήπιε τις τελευταίες γουλιές βότκα στο σπίτι της στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 2011. Είχε πει ότι υπήρχαν πράγματα που ήθελε ακόμα να κάνει στη ζωή της, αλλά φαινόταν ανίκανη να αναλάβει δράση. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα εξαιρετικά ειλικρινές και ανοιχτό άτομο από πολλές απόψεις, ήταν πάντα αδιάφορη για την προσωπική της ζωή. Υπήρχε μια έντονη αίσθηση ότι είχε βαρεθεί την καριέρα της και είχε γίνει δέσμια της εικόνας της. Στο τέλος, ήταν μόνη και όπως και η Janis Joplin, όλοι οι άνθρωποι στους οποίους βασιζόταν, ήταν απόντες.
Κλείνοντας, θέλω να αναφερθώ σε μία μελέτη από ακαδημαϊκούς που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal τον Δεκέμβριο του 2011 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “η φήμη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο του θανάτου μεταξύ των μουσικών, αλλά αυτός ο κίνδυνος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην ηλικία των 27 ετών”.
Συνεπώς, ησυχάστε και μην αγχώνεστε, όλοι εσείς οι επίδοξοι –μελλοντικά- διάσημοι, που σήμερα είσαστε κάτω των 27. Ο γράφων πάντως, σας εύχεται να τα χιλιάσετε.
Ευχαριστώ για την ανάγνωση…
Γιώργος Μπιλικάς,
Storyteller.