Οι κιθάρες των Jones & Strummer, το μπάσο του Simonon και τα τύμπανα του Headon, συνδυάζονται και δημιουργούν μια από τις πιο συγκλονιστικές εισαγωγές στο άρμα της rock μουσικής. Το κομμάτι είναι το “London Calling” και η μπάντα είναι οι Clash.
Οι Sex Pistols, ήταν μία Βρετανική punk-rock μπάντα που σχηματίστηκε στο Λονδίνο το 1975. Παρ’ όλο που κράτησαν δυόμιση χρόνια και κυκλοφόρησαν μόνο τέσσερα singles και ένα album, είναι μία από τις μπάντες που ξεκίνησαν το μουσικό αυτό είδος στην Αγγλία, και που το έκαναν γνωστό σε μεγαλύτερo κοινό, επηρεάζοντας πολλά μεταγενέστερα συγκροτήματα τόσο σε μουσικό επίπεδο, όσο και καθιερώνοντας το punk με την υποστήριξη του μάνατζέρ τους και σχεδιαστή μόδας Malcolm McLaren. Οι Sex Pistols ήταν μπάντα ακραίας ιστορικής σημασίας και –κατά κάποιον τρόπο- ισοδύναμοι ή αντίστοιχοι των rockers της δεκαετίας του 50. Πόσους καλλιτέχνες επηρέασαν; Δεν ξέρω, αλλά αν δεν ήταν οι Sex Pistols, ίσως να μην είχαμε τους Offspring. Οι Sex Pistols ουσιαστικά διαλύθηκαν το 1978 με την αποχώρηση του Johnny Rotten που συνέχισε μια καριέρα επιτυχημένη με τους Public Image Limited (PiL).
Νομίζω όμως, ότι για μία μπάντα με ένα μόνο album και με μερικά μόνο singles, τους υπερεκτιμήσαμε. Και είναι ειρωνικό αλλά παρ’ όλη την επαναστατικότητα, τον θρυλικό μηδενισμό, τη χυδαιότητα και την όλη αντισυστημική τους δράση και συμπεριφορά, ήταν μία μπάντα βουτηγμένη μέσα στο marketing. Τους έφτιαξε, τους δημιούργησε και τους κουμαντάριζε ο εκκεντρικός Malcolm McLaren, του οποίου η εκκεντρικότητα ήταν παρούσα μόνο όσο του εξασφάλιζε βρετανικές λίρες και αμερικανικά δολάρια. Πόσο “punk” είναι όμως αυτό;
Τώρα μπορεί να μου πεις ότι δεν σε νοιάζει τι συμβαίνει παραπέρα και εγώ μπορεί να σου πω “εντάξει ρε φίλε”, να σ’ αφήσω στην ησυχία σου και να σου γράψω αμέσως παρακάτω το lineup και τη μοναδική δισκογραφική τους κατάθεση. Το ξανασκέφτομαι όμως, και δημιουργώντας διάθεση για συζήτηση, σου λέω ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα λες. Εγώ βασικά, δεν υπήρξα ποτέ fan των Sex Pistols, είναι όμως ευκαιρία τώρα με την επέτειο της κυκλοφορίας του “London Calling”, να βάλω κάποια πράγματα στη θέση τους.
Το 1977 ήταν η χρονιά του punk. Ήταν η χρονιά που οι μπάντες φυτρώνανε σαν τα μανιτάρια σε ολόκληρη τη Βρετανία και δεν ήταν φυσικά οι Sex Pistols που τους έδειχναν το δρόμο. Ήταν όμως μία τυχερή μπάντα, από τις πρώτες που έχωσαν στο τσεπάκι ένα δισκογραφικό συμβόλαιο. Όλες αυτές οι μπάντες είχαν αρκετή ενέργεια για να “συλλάβουν” το άγχος της νεολαίας, να εκφράσουν τον “θυμό” τους και να παίξουν το τριών ακκόρντων punk-rock τους. Και εδώ που τα λέμε, υπήρχαν μπάντες που αυτό το έκαναν πολύ καλύτερα από τους Sex Pistols και μη μου πεις όχι. Πάρε για παράδειγμα τους Clash ή τους Jam. Μπροστά τους οι Sex Pistols είναι απόλυτα μηδενικά. Αν οι Clash ήταν οι “λύκοι”, κι αν οι Jam ήταν τα “τσακάλια”, οι Sex Pistols ήταν τα κουτάβια. Και για να είμαι πιο ειλικρινής μαζί σου, σαφώς και με ενδιαφέρει ο στίχος, αλλά αδιαφορώ για το πόσες φορές μία punk μπάντα συμπεριλαμβάνει στους στίχους της τη λέξη “fuck” ή τη λέξη “shit” και το αν καταδικάζει ή όχι τη Βασίλισσα της Αγγλίας. Αν δηλαδή τραγουδάω και λέω όλη την ώρα “fuck” και “shit” σημαίνει πως έγινα punk; Τόσο απλά είναι τα πράγματα; Όσο για τη μουσική, υπάρχει η άποψη ότι “όσο πιο λιγότερη είναι σε περιεχόμενο η μουσική ουσία, τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο αληθινό punk”, αλλά αν είναι έτσι, τότε δεν είναι οι Sex Pistols που το έκαναν καλύτερα αυτό, αλλά οι Kiss . Πέραν αυτού, δεν μπορείς να πεις ότι το “Never Mind The Bollocks” είναι ένα “αντι-μουσικό” album. Πολλά albums κυκλοφόρησαν το 1977 που θα μπορούσες να πεις ότι ήταν “αντι-μουσικά”, αλλά όχι αυτό. Πάρε για παράδειγμα το “Trout Mask Replica” του Captain Beefheart ή το “Metal Machine Music” του Lou Reed ή το “Funhouse” των Stooges. Αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως όταν κάνεις μουσική, ή ακολουθείς το ρεύμα τηρώντας τους κανόνες, ή κάνεις μία στροφή 180 μοιρών και τους ανατρέπεις. Σ’ αυτή την περίπτωση η ανατροπή πρέπει να είναι πλήρης, αλλιώς πρόκειται για αμηχανία, και οι Sex Pistols, ήταν δυστυχώς μία αμηχανία. Δεν τους ενδιέφερε η μελωδία. Όλα τα τραγούδια τους είναι κακογραμμένα, κακοεκτελεσμένα, έχουν παραδοσιακή δομή, και δεν είναι καθόλου πειστικά. Ναι, σύμφωνοι, υπάρχει σε όλα μία “θυμωμένη” ατμόσφαιρα αλλά αυτό είναι όλο. Από κει και πέρα, αν ακούσεις ένα, τα έχεις ακούσει όλα. Σε όλα τους τα τραγούδια είναι σαν να τρέχουν να προλάβουν κάτι. Δεν ήταν ατάλαντοι, αλλά ήταν οδυνηρά μέτριοι και ένα μόνο album δεν ήταν αρκετό ούτε καν σαν …πρόλογος, για να πούμε κι εμείς “Εντάξει ρε παιδί μου. Ας περιμένουμε το δεύτερο να δούμε τι παραπάνω έχουν να μας πουν τα παιδιά”. Είχαν όμως και ένα “φωτεινό” σημείο. Το “Anarchy In The U.K.” αξίζει μία θέση στη “χρυσή λίστα” της rock μουσικής που ο Johnny Rotten είχε υπερήφανα ανακοινώσει ότι θα την καταργούσε (sic!)
Βέβαια, οι Sex Pistols θα έχουν πάντα ιστορικό ενδιαφέρον, και ναι, ήταν μία τυχερή μπάντα, αφού υπέγραψαν από τις πρώτες ένα δισκογραφικό συμβόλαιο. Ήταν όμως σύμπτωση;
Εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου του 1979, μπήκα στο δισκοπωλείο του Βασίλη, να δω τι καινούργιο υπάρχει, και το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο σε ένα εξώφυλλο που η ιδέα του ήταν “κλεμμένη” από ένα παλαιότερο άλμπουμ του Elvis Presley. Ο δίσκος ήταν διπλός και λεγόταν “London Calling”. Η διαίσθησή μου, μού είπε να αγοράσω τον δίσκο και επειδή έχω μάθει να ακούω τη διαίσθησή μου, τον αγόρασα.
Οι Clash είναι για το punk ότι είναι για το rock οι Rolling Stones και οι Led Zeppelin μαζί και είτε σου αρέσουν είτε όχι, δεν έχει καμία σημασία. Αν δεν σου αρέσουν, διαλέγεις απλώς, να μην τους ακούς, αλλά οι Clash είναι σαν τα Ιμαλάϊα. Είναι εκεί και το ξέρεις ότι είναι εκεί.
Το πιο σπουδαίο πράγμα για τους Clash, είναι ότι ήταν μεγάλη μπάντα. Ίσως η πιο μεγάλη μπάντα στα τέλη των 70’s-αρχές των 80’s. Ξεκίνησαν με καθαρό punk -αν και στο πρώτο τους album είχαν επιρροές pop αλλά και reggae- μετά πλησίασαν πολύ κοντά στο hard-rock, και συνέχισαν ποικιλότροπα συνδυάζοντας ρυθμούς disco με punk riffs, reggae, jazz, electronica, pop & rock. Πανσπερμία θα ’λεγε κανείς. Οι δύο σπουδαίοι τραγουδοποιοί της μπάντας, Strummer & Jones, μαζί με το άκρως επαγγελματικό ryhtm section, έκαναν τα πάντα και τα έκαναν όχι απλά καλά, αλλά τα έκαναν τόσο καλά, ώστε κέρδισαν επάξια τη θρυλική τους θέση στο μουσικό στερέωμα. Είχαν μεγάλη κοινωνική ανταπόκριση, αλλά αυτό δεν χρειάζεται ίσως να σου το πω. Στην εποχή του συντηρητισμού της αρχής των 80’s, οι Clash ήταν στην πρώτη γραμμή του φιλελεύθερου κινήματος της τέχνης όχι μόνο ως θυμωμένοι punkers με τις συναυλίες τους και τις δισκογραφικές τους καταθέσεις, αλλά και σαν λογικοί άνθρωποι με δημοκρατική σκέψη.
Ναι, σίγουρα ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ξεκινήσει μια συζήτηση για το κατά πόσο ήταν οι Clash συνειδητοποιημένοι ή όχι, αλλά εμένα η μουσική τους ακούγεται στα αυτιά μου ειλικρινής και καθόλου σκηνοθετημένη. Ο Strummer –ένα παιδί μεσαίας τάξης- που μεγάλωσε σε οικοτροφείο, διάλεξε να συναναστρέφεται με άτομα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης και αυτό το έκανε συνειδητά. Από τους στίχους του που ήταν περισσότερο εξελιγμένοι και σοφιστικέ για ένα punk συγκρότημα, μπορείς πολύ εύκολα να καταλάβεις την παιδεία του και την ευφυία του. Διαλέγοντας ένα τυχαίο του τραγούδι, αν το συγκρίνεις με ένα επίσης τυχαίο τραγούδι των Sex Pistols, θα καταλάβεις τι εννοώ. Ο Strummer ήταν πάντα εναντίον του κατεστημένου.
Με εκπλήσσει επίσης το πόσο γρήγορα μπόρεσε η μπάντα αυτή, να μεταβεί από τις μινιμαλιστικές ενορχηστρώσεις και μελωδίες σε μία κυριολεκτικά γιορτή της σοφιστικέ πολυπλοκότητας χωρίς να προδώσει το “punk” πνεύμα που ήταν ήδη εκεί από το ντεμπούτο τους το 1977. Μελωδικά, οι Clash συγκαταλέγονται ανάμεσα στις καλύτερες μπάντες όλων των εποχών με υπέροχες συναισθηματικές μελωδίες, μία ικανότητα που βελτιώθηκε με τον χρόνο, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που έκαναν το μοιραίο λάθος να απολύσουν τον Jones. Γιατί ρε παιδιά;
Εκτός από τη μελωδικότητα, είχαν και ένα τρελό ποσοστό παραγωγικότητας. Στα “χρυσά χρόνια” 1979-1980, κατέθεσαν πέντε albums (το διπλό “London Calling” και το τριπλό “Sandinista”) και μάλιστα με υλικό πρώτης τάξεως. Θα πρέπει σίγουρα να έχουν το ρεκόρ της μπάντας που κυκλοφόρησε τον μεγαλύτερο αριθμό καλών τραγουδιών μέσα σε μία περίοδο δύο ετών.
Με λίγα λόγια, οι Clash ήταν πολύ σπουδαία μπάντα. Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει πέντε albums μέσα σε δύο χρόνια και στη συνέχεια να διαπράξει την πιο μεγάλη ανοησία; Ούτε ο Rod Stewart (sic!) δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό.
Και για να επανέλθω στο θέμα, για πολλούς, η κυκλοφορία του “London Calling” τον Δεκέμβριο του 1979 είναι η απόλυτη προσφορά των Clash. Μπορεί να έχουν δίκιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιπες κυκλοφορίες της μπάντας είναι άνευ σημασίας.
Έλεγα λοιπόν για την εισαγωγή του “London Calling”. Κατ’ αρχήν νοιώθεις να δικαιώνεται η διαίσθησή σου και το αίσθημα της ικανοποίησης που σε πλημμυρίζει ολόκληρο, σε συνδυασμό με τη μουσική, σου γεμίζει το είναι μέχρι το μεδούλι. Αυξάνεις την ένταση και ο ξεκάθαρος λυρισμός του Joe Strummer, ο οποίος ζωγράφισε ένα αποκαλυπτικό όραμα για το μέλλον που ήταν σε συγχρονισμό με το πνεύμα της εποχής, σε ανατριχιάζει μέχρι τη ραχοκοκκαλιά. Ήταν ένας από τους λίγους εκλεκτούς που μπορούσαν να διατυπώσουν τα παράπονά τους σε τόσο εύστοχη στιχοπλοκή. Ο Ψυχρός Πόλεμος βούϊζε στο παρασκήνιο και ο κοινωνικοοικονομικός ιστός ήταν τόσο ξεφτισμένος όσο ποτέ άλλοτε. Επιπλέον, η κατάχρηση ουσιών, τα ζοφερά οικονομικά και η αστυνομική βαρβαρότητα ήταν θέματα πανταχού παρόντα, και αυτά, εδραίωσαν τη θέση του Strummer ως μία από τις βασικές φωνές της γενιάς του. Για να ενσωματωθεί η εποχή του “London Calling”, εκείνη την εποχή, η Βρετανία θεωρούνταν ευρέως ως “ο άρρωστος της Ευρώπης” μετά από μια εντελώς ζοφερή δεκαετία οικονομικής αναταραχής.
Τότε, ο Μάιος του 1979, με την εκλογή της Margaret Thatcher, ως πρωθυπουργού, η οποία ήταν ιδεολογικά αντίθετη με όλα όσα αντιπροσώπευαν οι Clash, αποδείχτηκε το κερασάκι στην τούρτα. Ο αδυσώπητος νεοφιλελευθερισμός που ακολούθησε τα επόμενα 11 χρόνια, προκάλεσε πολλές άλλες φρικαλεότητες. Έτσι, όταν το κουαρτέτο του Λονδίνου κυκλοφόρησε εκείνο τον Δεκέμβριο του 1979, το ομώνυμο lead single από το “London Calling”, παρουσίασε πιο παθιασμένη μανία από ποτέ. Αυτή τη φορά όμως, ήταν καλύτερα εκλεπτυσμένο από τις εκκλήσεις για όπλα όπως το “English Civil War” και το “White Riot” από τις προηγούμενες προσπάθειες των Clash.
Το “London Calling” είχε και εξακολουθεί να έχει τόσο μεγάλη απήχηση από τότε που κυκλοφόρησε, που το τραγούδι έχει διασκευαστεί αμέτρητες φορές από διάφορους καλλιτέχνες. Από αυτές τις διασκευές, παραθέτω πέντε.
5. Royal Symphony Orchestra
Αν και το punk του Joe Strummer είναι πολύ μακριά από αυτή την εκτέλεση, η ερμηνεία της Ορχήστρας τραβάει την προσοχή όπως και το πρωτότυπο.
4. The Pogues
Αυτή η διασκευή κυκλοφόρησε την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου το 1988 και οι Pogues για να την ολοκληρώσουν δεν στρατολόγησαν κανέναν άλλον από τον Joe Strummer για να το ζωντανέψει με τα φωνητικά του και την Telecaster του. Χρωματισμένο από το ακορντεόν, το μπάντζο και το μπουζούκι, το αποκορύφωμα αυτής της διασκευής είναι το σόλο ακορντεόν, που συνδυάζει την ενέργεια των Clash και των Pogues σε εξαιρετικό αποτέλεσμα.
3. The Business
Οι Business οδήγησαν το κομμάτι των Clash σε νέα ύψη σε αυτή τη διασκευή και δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ταραχή που προκάλεσαν όταν το έπαιξαν.
2. Corey Taylor
Η πιο εντυπωσιακή ερμηνεία σ’ αυτή τη λίστα, έρχεται μέσω του frontman των Slipknot και των Stone Sour, Corey Taylor. Ωστόσο, η απουσία μιας πλήρους μπάντας δεν μειώνει την ποιότητα αυτής της διασκευής. Το πάθος του Taylor είναι εμφανές στη φωνητική του απόδοση.
1. Bruce Springsteen
Είναι λογικό για τον Αμερικανό Bruce Springsteen να διασκευάζει το “London Calling”. Τα θέματα είναι κοινά και απευθύνονται σε ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στη συναυλία από το Hyde Park του Λονδίνου, το 2009, ο Bruce Springsteen, με τον Steven Van Zandt και τους υπόλοιπους ξεπερνούν το κλασικό του 1979.
Και δεν γίνεται να μη βάλω και το original, γιατί τα παιδιά είναι/ήταν εντάξει!
Ευχαριστώ για την ανάγνωση…
Γιώργος Μπιλικάς,
Storyteller.