Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, και οι ταινίες στα θερινά σινεμά μονοπωλούν για την ώρα το κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Περιμένοντας με ανυπομονησία την πρεμιέρα δύο πολυαναμενόμενων νέων κυκλοφοριών, της Barbie και του Oppenheimer (αμφότερες στις 20 Ιουλίου), ας μιλήσουμε για τρεις – επίσης πρόσφατες – ταινίες που παρακολουθήσαμε πρόσφατα υπό το φως των αστεριών.
Πρόσκληση σε Φόνο (Invitation to a Murder) του Stephen Shimek
Μυστηρίου, 90’
Πρωταγωνιστούν: Mischa Barton, Chris Browning, Bianca A. Santos
Στην Αγγλία του Μεσοπολέμου, έξι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκονται καλεσμένοι σε μια απομονωμένη έπαυλη από ένα μυστηριώδη, ζάπλουτο ιδιοκτήτη. Η κατάσταση σύντομα θα ξεφύγει από τον έλεγχο.
Φανερά επηρεασμένο από τα whodunnit μυθιστορήματα της μαιτρ του είδους Άγκαθα Κρίστι (ιδιαίτερα τους Δέκα Μικρούς Νέγρους), η ταινία ακολουθεί τα περισσότερα κλισέ του είδους και της εποχής, με στόχο να προσελκύσει το ενδιαφέρον χάρη ακριβώς σε αυτά και στην πορεία να χαράξει το δικό της δρόμο. Τον πρώτο στόχο τον πετυχαίνει, καθώς οι χαρακτήρες, οι διάλογοι και η νοσταλγική ατμόσφαιρα είναι επαρκή για να δημιουργήσουν κλίμα παλιού καλού βρετανικού αστυνομικού μυθιστορήματος, με σασπένς, μαύρο χιούμορ και κρυφά μυστικά. Λίγο μετά τη μέση, ωστόσο, και καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται και το σενάριο υποχρεώνεται να ξεφύγει από τις γενικολογίες και να “μπει στο ψητό”, αποδεικνύεται πως η ιδέα πάσχει. Σπανίως σε ένα τέτοιου είδους έργο, το στήσιμο και η εισαγωγή είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά και δημιουργούν τόσο υψηλές προσδοκίες, οι οποίες στην πορεία διαψεύδονται. Οι φαν του είδους θα απολαύσουν τουλάχιστον την πρώτη ώρα του, μετριάζοντας κάπως την απογοήτευση από το γεμάτο plot holes, άστοχο και υπέρμετρα μελοδραματικό φινάλε.
Maybe I Do του Michael Jacobs
Ρομαντική κωμωδία, 93΄
Πρωταγωνιστούν: Richard Gere, Diane Keaton, William H. Macy, Susan Sarandon
Δύο ερωτευμένοι νέοι προσπαθούν να αποφασίσουν αν ο γάμος είναι η σωστή απόφαση. Στο παιχνίδι μπαίνουν οι γονείς τους, ωστόσο οι διαφορές στους χαρακτήρες τους και κάποια απροσδόκητα μυστικά του παρελθόντος απειλούν να τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Μια ιδιόρρυθμη κωμωδία, με το πρωταγωνιστικό καστ να αποτελείται από θρύλους της έβδομης τέχνης, στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους. Ένα σενάριο πρόσχημα, με ψήγματα εύστοχου χιούμορ και την τρίτη ηλικία στο επίκεντρο. Δεν υπάρχει σοβαρότητα και συνοχή εδώ, μόνο αφορμές για το καστ να περάσει καλά και να δημιουργήσει μια ακόμα ταινία ως προσθήκη στις πλούσιες, πολυβραβευμένες καριέρες τους. Και ναι, αποτελεί απόλαυση να βλέπεις ιερά τέρατα όπως ο Ρίτσαρντ Γκιρ, η Ντάιαν Κίτον και η Σούζαν Σάραντον να έχουν αποπνέουν ενέργεια, χημεία και δηλητηριώδεις ατάκες. Αν δεν πάρετε στα σοβαρά αυτή την ταινία, ο χρόνος θα κυλήσει ευχάριστα, παρά τις ουκ ολίγες ανοησίες του σεναρίου, τους όχι και τόσο relatable χαρακτήρες και την απουσία οποιουδήποτε ενδιαφέροντος και στόχου για την κατάληξη της όλης ιστορίας.
Asteroid City του Wes Anderson
Κωμωδία/επιστημονικής φαντασίας, 102΄
Πρωταγωνιστούν: Jason Schwartzmann, Scarlett Johansson, Tom Hanks
Σε μια απομονωμένη μικρή πόλη, στην Αμερική του 1950, ένα ετερόκλητο πλήθος μαζεύεται για το ετήσιο event αστρονομίας, αλλά μια έκπληξη αλλάζει όλο το νόημα της επίσκεψης
Το γνωστό, αγαπημένο σουρεάλ ρετρό στιλ του Γουές Άντερσον (Grand Budapest Hotel, French Dispatch) επανέρχεται, με μια συλλογή αστέρων στο καστ, από τον Έντουαρτ Νόρτον μέχρι τη Μάργκο Ρόμπι, και ένα σχετικά συνεκτικό, αυτή τη φορά, σενάριο. Η ταινία ξετυλίγει το κουβάρι ενός (φανταστικού) θεατρικού έργου στις μεταπολεμικές Ηνωμένες Πολιτείες, και το σενάριο εξετάζει τόσο το ίδιο το έργο όσο και την παραγωγή του, χωρίζοντας ουσιαστικά την αφήγηση σε δύο παράλληλες, συνδεδεμένες αλλά διακριτές ιστορίες. Η εποχή των μεγάλων Χολιγουντιανών σταρ, του Ψυχρού Πολέμου και της παράνοιας με τους εξωγήινους γίνεται η αφορμή για τα συνηθισμένα τρικ του Άντερσον: ασυνήθιστοι, ταλαιπωρημένοι, σύνθετοι χαρακτήρες, ανθρώπινα πάθη, μίξη κωμωδίας και δράματος, σουρεαλιστικά απρόοπτα, ομαλό πλην απρόβλεπτο φινάλε. Χαίρεσαι για ακόμα μια φορά να παρακολουθείς την ευφυία του δημιουργού της σε σκηνοθετικό επίπεδο, στην ατμόσφαιρα και τη σκηνογραφία, καθώς και το γεμάτο καστ. Ωστόσο, αυτή τη φορά το σενάριο (συνήθως το αδύναμο σημείο του Άντερσον) δεν απογοητεύει, μεταδίδει νοήματα, έχει αρχή, μέση και τέλος. Αποτέλεσμα, μια ταινία χωρίς εμφανή ψεγάδια, πολύ ευχάριστη και συναρπαστική, ακόμα κι αν δε φτάνει στα καλύτερα επίπεδα που έχουμε απολαύσει από το δημιουργό της.