Πριν λίγες μέρες προβλήθηκε στο λιμάνι της αγαπημένης μου Θεσσαλονίκης, ανοιχτό στο κοινό με ελεύθερη είσοδο, αυτό το ανεπανάληπτο αριστούργημα του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πιστός οπαδός του κλασικού κινηματογράφου, του καλοκαιριού και της Θεσσαλονίκης, δε μπορούσα να λείπω από μια τέτοια προβολή. Θέλησα, λοιπόν, να γράψω εκ των υστέρων δυο λόγια για την ταινία, αλλά και για την εμπειρία του θερινού σινεμά με μια παλιά ταινία στην καρδιά του καλοκαιριού.
Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων (North by Northwest, 1959)
Θρίλερ μυστηρίου, 135΄
Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Σενάριο: Ernest Lehman
Πρωταγωνιστούν: Cary Grant, Eva Marie Saint, James Mason, Martin Landau
Ένας διαφημιστής πέφτει θύμα παρεξήγησης και καταλήγει κυνηγημένος από μια επικίνδυνη συμμορία με άγνωστους σκοπούς, την αστυνομία και μια μυστηριώδη γοητευτική ξανθιά.
Θα ήθελα αρχικά να αναφερθώ στην εμπειρία του θερινού σινεμά. Το καλοκαίρι, κατά την προσωπική μου κρίση και εμπειρία, είναι μια περίοδος ιδανική για ταινίες. Μάλιστα, ο ιδιαίτερα θερμός καιρός που επικρατεί αυτούς τους μήνες στη χώρα μας καθιστά ιδανικές τις βραδιές του ανοικτού θερινού κινηματογράφου. Λίγο φαγητό, μια μπίρα ή κάτι άλλο δροσιστικό στο χέρι, καλή παρέα, έναστρος ουρανός και δροσούλα. Α, και κανένα εντομοαπωθητικό γιατί το βραδάκι αυτά τα άτιμα δεν αστειεύονται. Δε λέω, καλές και χρυσές οι τεράστιες μεγαλοπρεπείς αίθουσες με τα 3D, τις υπερσύγχρονες οθόνες και τα εκπληκτικά ηχητικά συστήματα, αλλά ανάλογη εμπειρία με το θερινό σινεμά δεν υπάρχει.
Όλο αυτό το κλίμα ρομαντισμού, νοσταλγίας και φρεσκάδας που σου παρέχουν αυτοί οι κινηματογράφοι τους καθιστά ιδανικούς για προβολή είτε ταινιών από παλαιότερες εποχές, συχνά ασπρόμαυρες και πρωτόγονες στο σύγχρονο θεατή, είτε για σύγχρονες μεν αλλά πιο “εναλλακτικές”, λιγότερο διαφημισμένες και συνήθως ανάλαφρες ταινίες. Δεν έχει νόημα να δεις τους Avengers ή το Σκοτεινό Ιππότη σε θερινό. Εκεί θα δεις ταινίες που συνήθως δε βρίσκεις ευκαιρία – εκτός αν το ψάξεις μόνος/η σου – να δεις πουθενά αλλού.
Ας περάσουμε στα της ταινίας τώρα, για την οποία μπορεί κανείς να γράψει ολόκληρο βιβλίο (και αρκετοί το έχουν κάνει) και όχι μόλις μισό και κάτι άρθρο όπως ο υποφαινόμενος. Πρόκειται για ένα φαντασμαγορικό για την εποχή, έγχρωμο θρίλερ αγωνίας και μυστηρίου, με το Χίτσκοκ να “κεντάει”, στις καλύτερες στιγμές της μακρόχρονης επιτυχημένης καριέρας του.
Αυτή τη φορά ο βασιλιάς του σασπένς επιστρατεύει έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, τον Κάρι Γκραντ, και τον βάζει να κάνει απίστευτα πράγματα και να παθαίνει ακόμα πιο απίστευτα. Μια σειρά συμπτώσεων που θα μπορούσαν κυριολεκτικά να έχουν συμβεί σε οποιονδήποτε μετατρέπουν τον πρωταγωνιστή σε κινούμενο στόχο και πιόνι στη σκακιέρα μιας ιδιαίτερα περίπλοκης και επικίνδυνης μάχης με πολλούς αντιπάλους. Το καστ περιλαμβάνει μεγάλα ονόματα της εποχής σε ρόλους-κλειδιά, με προεξέχοντα φυσικά τον Γκραντ, τον άνθρωπο που τα κάνει όλα και συμφέρει, και την αρχετυπική χιτσκοκική ξανθιά Eva Marie Saint.
Πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας ωστόσο δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο σκηνοθέτης της. Μπορεί ο Χίτσκοκ εδώ να μην κάνει τα μαγικά κόλπα που έκανε ένα χρόνο αργότερα στην Ψυχώ, να μην είναι τόσο απρόβλεπτος όσο στα Πουλιά ούτε τόσο καθηλωτικός όσο στο Vertigo, αλλά, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες ταινίες, εδώ τα κάνει όλα τέλεια. Πρόκειται μάλλον για την πιο άρτια ταινία που έχει γυρίσει. Τα πάντα, από το καστ μέχρι το δαιδαλώδες αλλά απλό στην κατανόηση σενάριο, το χρώμα, τις λήψεις, τα κοστούμια, τους διαλόγους, παίρνουν σχεδόν άριστα. Ακόμη κι αν δεν αποτελεί την καλύτερη ταινία του (αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση και δεν είναι του παρόντος), το North By Northwest είναι πολύ ευχάριστο στην παρακολούθηση, συνδυάζοντας αγωνία, περιπέτεια, δράση κι ένα παράξενο ρομαντικό sub-story, και δε μπορείς να του καταλογίσεις κανένα ελάττωμα.
Εξήντα χρόνια πέρασαν από την πρώτη προβολή του, αλλά τούτο το αριστούργημα όχι μόνο δεν πάλιωσε αλλά μοιάζει τώρα, με τη σύγχρονη ματιά, καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο από ποτέ. Χάρηκα εκ βάθους καρδιάς που πολύς κόσμος παρακολούθησε την προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη κι ελπίζω ο κόσμος να συνεχίσει να αγκαλιάζει το θερινό σινεμά και τα έργα που προβάλλονται εκεί, είτε πρόκειται για ασπρόμαυρες ταινίες με ιστορία σχεδόν ενός αιώνα είτε για παραγωγές που γυρίζονται τη στιγμή που μιλάμε. Ειδικά όμως όταν πρόκειται για τόσο μεγάλες ταινίες, η εμπειρία του θερινού είναι ακόμη πιο μαγευτική.