Με λένε Αννούλα και είμαι περίπου οκτώ χρονών. Λέω περίπου, γιατί δεν τα έχω κλείσει ακόμα. Για την ακρίβεια, τα κλείνω σε 2 μήνες και 3 ημέρες. Δεν είμαι αρκετά φρόνιμη, όπως λέει η μαμά μου. Δεν καταλαβαίνω από που το έχει συμπεράνει αυτό. Ίσως, γιατί της έσπασα εκείνο το βάζο. Ήταν ακριβό, έτσι λέει. Από πορσελάνη νομίζω. Ή μήπως ήταν πορσελάνη; Τέλος πάντων. Μάλλον, γι΄αυτό με τιμωρεί συχνά.
Όπως καταλαβαίνετε, τις δύσκολες μέρες, εκείνες δηλαδή που με κυνηγάει στην αυλή με το σκουπόξυλο, πρέπει και εγώ να κρυφτώ κάπου. Έτσι λοιπόν, πήρα και εγώ τα μέτρα μου. Έφαγα τον τόπο, αλλά το βρήκα. Στην πίσω αυλή η μαμά έχει φυτεμένα πολλά δέντρα και φυτά. Στα πιο ψηλά δέντρα, πάνε συνέχεια τα πουλάκια. Μάλιστα ένα είναι γεμάτο φωλιές. Από εκεί πήρα την ιδέα. Όχι, καλέ! Το δικό μου καταφύγιο δεν είναι ψηλά στα κλαδιά. Ούτε στο πιο χαμηλό δεν μπορώ να σκαρφαλώσω. Είναι ίσως που είμαι λίγο πιο στρογγυλή από τα άλλα παιδάκια της ηλικίας μου. Τα παγωτά φταίνε, έτσι λέει η μαμά.
Ανάμεσα σε αυτά λοιπόν τα δέντρα υπάρχει και ένα που τεράστιο. Πλάτανο πρέπει να το έχω ακούσει να το λένε. Το συγκεκριμένο, έχει μια μεγάλη τρύπα που δεν ξεκινά από τη μέση, αλλά από κάτω χαμηλά από το έδαφος. Φυσικά και χωράω. Δεν μου έχουν κάνει τόσο μεγάλη ζημιά τα παγωτά. Το καλό είναι ότι αυτή η τρύπα είναι στο πίσω μέρος, εκεί όπου βλέπει το χωράφι του διπλανού, οπότε δεν είναι εύκολο να με δει η μαμά. Αποφεύγω όμως να τρυπώνω όταν είναι μπροστά, για να μην πάρει χαμπάρι που κρύβομαι τις ημέρες που πρέπει να είμαι αόρατη.
Παρόλα αυτά, δεν είχα προβλέψει κάτι. Στο χωράφι εκείνο που σας έλεγα πριν, έχουν το σπίτι τους οι γείτονες μας. Αυτοί έχουν και τον Δημητράκη. Έτσι τον φωνάζει η δική του μαμά. Αν και καμιά φορά τον λέει και Μιμάκο. Κάποια φορά, όταν η μαμά μου ήταν στις κακές της, χώθηκα μέσα και περίμενα να περάσει η μπόρα. Την άκουγα να με φωνάζει θυμωμένη εκεί κοντά, αλλά δεν τόλμησα να βγάλω το πόδι μου. Το πρόβλημα ήταν, ότι ο Δημητράκης που το παράθυρο του βλέπει προς το δέντρο, είχε κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι και κοίταγε μια εμένα και μια τη μαμά μου. Εκεί, ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάμματα. Ήμουν σίγουρη πως αν τον έβλεπε θα καταλάβαινε. Και φυσικά ήθελα να με λυπηθεί και να τις σκαπουλάρω.
Όχι, ο Δημητράκης δεν με πρόδωσε. Όταν τον είδε η μαμά και του έκανε νόημα να της δείξει, εκείνος τέντωσε το δάκτυλό του και έδειξε πέρα μακριά. Έτσι, εκείνη, πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και ο Δημητράκης μου χαμογέλασε πονηρά. Μη νομίζετε ότι το έκανε χωρίς αντάλλαγμα. Όχι, δεν κέρδισε την φιλία μου μονάχα, αλλά κυρίως πολλά παγωτά.
Όπως καταλαβαίνετε, εγώ μέχρι τώρα, έχω χάσει κιλά και τα έχει πάρει εκείνος. Και μάλιστα, το καλό είναι ότι το καταφύγιό μου δεν τον χωράει πια και είναι μόνο δικό μου.