Η θλίψη παίρνει το σχήμα μιας απροσάρμοστης συννεφιάς που ενίοτε κατοικοεδρεύει στο πρόσωπό μου. Και εσύ, όντας μάρτυρας αυτής, καταλήγεις να με ρωτάς για τις σκέψεις μου που καλύπτονται από πυκνή και αδιαπέραστη σιωπή. Με ρωτάς και αρκούμαι σε ένα αινιγματικό μειδίαμα που σε παρασέρνει σαν ιστός στην αραχνοΰφαντη παγίδα του. Άλλωστε, ακολουθείς μια αλήθεια που απειλεί να σε τυλίξει μέσα της και να σε κρατήσει δέσμιό της.
Ζητάς σαν επαίτης τις σκέψεις μου για νοερή τροφή της περιέργειάς σου. Σφαλίζω, όμως, τα χείλη μου ερμητικά μιας κι έχω αδειάσει από λέξεις. Βλέπεις, οι σκέψεις μου θρυμματίζονται μόνο γύρω από σένα αντικατοπτρίζοντας την πνιγηρά ηθελημένη απουσία σου. Κι εγώ μαθαίνω να αυτοσυστήνομαι στον κόσμο των σκιών ως θλιβερό «ποτέ» σου. Και βουλιάζω στην ανυπαρξία που με καταδίκασες με την πονηρεμένη αφέλεια των πράξεών σου κρίνοντάς με, πιθανών, ένοχη μιαρών συναισθημάτων με αποδέκτη τους το είδωλό σου.
Γι’ αυτό έμαθε να συντροφεύει τους ωροδείχτες μου η ακάλεστη θλίψη τινάζοντας πάνω μου λίγη από την σκόνη της συντρόφισσάς της, της μοναξιάς. Μιας μοναξιάς που σχηματίστηκε σαν φυσικό επακόλουθο της άρνησής σου και βρίσκει τον δρόμο της αργά αλλά σταθερά μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια της ψυχής μου.
Κι εκείνες οι λέξεις μου, που θα μπορούσανε να σου προσφέρουν τον μίτο που στην αλήθεια μου οδηγεί, κοιμήθηκαν νωρίς απόψε, όντας αποκαμωμένες από το αδιάκοπο ξενύχτι στο προσκέφαλό σου. Ενώ κάποιες άλλες πνιγήκανε κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους προς εσένα και μείνανε να κοσμούν τον βυθό των ανείπωτων λέξεων…
Με ρωτάς μα η αλήθεια μου δεν χωράει να κοσμήσει ούτε μία γωνιά της συνείδησής σου…