To franchise του Κινγκ Κονγκ δεν είναι κανένα… χθεσινό, έχει 84 χρόνια στην πλάτη του. Η νέα του έκδοση δεν αποτελεί remake ή sequel του πρωτότυπου, αλλά μια ακόμη ιστορία γεμάτη αστέρες στο καστ και υπερσύγχρονη τεχνλογογία, όπου άνθρωποι, τέρατα και, φυσικά, ο γίγαντας γορίλας έρχονται σε επαφή.
Kong: Skull Island (2017) – Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, 117΄
Σκηνοθεσία: Jordan Vogt-Roberts
Σενάριο: Dan Gilroy, Max Borenstein & Derek Connelly
Μια ομάδα ερευνητών και στρατιωτικών ταξιδεύει στο απομονωμένο Νησί του Κρανίου για χαρτογράφηση. Εκεί θα συναντήσει πολλά παράξενα και επικίνδυνα πλάσματα, με σημαντικότερο τον τεράστιο γορίλα Κινγκ Κονγκ.
Παρότι το κόνσεπτ του έργου είναι παρόμοιο με την κλασική ταινία Κινγκ Κονγκ του 1933 και τα remake του, δεν ανήκουν ακριβώς στο ίδιο «σύμπαν», καθώς εδώ ο πιο διάσημος γορίλας του σινεμά βρίσκεται αλλού. Συγκεκριμένα, στην ανεξερεύνητη Νήσο του Κρανίου, στις αρχές των 70΄s, όπου συμβιώνει με διάφορα γιγάντια και επικίνδυνα πλάσματα που δε συναντώνται πουθενά αλλού στη Γη, με χειρότερα όλων κάποια που θυμίζουν δεινόσαυρους (όπως και στην αρχική ταινία). Υπάρχει και μια φυλή ιθαγενών εκεί, μεταξύ των οποίων κι ένας Αμερικανός (John C. Reilly) που ξέμεινε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (!), και οι οποίοι δοξάζουν σα θεό τον Κονγκ, καθώς είναι το μόνο πράγμα που στέκεται μεταξύ αυτών και των επικίνδυνων πλασμάτων που προαναφέρθηκαν.
Μια αποστολή, λοιπόν, αποτελούμενη από επιστήμονες διαφόρων τομέων, μια φωτογράφο (Larson), έναν ιχνηλάτη (Hiddleston) και μια στρατιωτική ομάδα για προστασία, με επικεφαλής έναν σκληροπυρηνικό βετεράνο του Βιετνάμ (Jackson) αναλαμβάνει να εξερευνήσει το νησί. Οι διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ τους σχετικά με το σκοπό της αποστολής αλλά και το πώς πρέπει να κινηθούν εκεί, οι επιθέσεις του Κονγκ και των άλλων τεράτων του και η συνάντηση της αποστολής με τους ιθαγενείς θα διαμορφώσουν την επικίνδυνη αυτή επίσκεψη, που στο τέλος θα μετατραπεί περισσότερο σε προσπάθεια επιβίωσης με τον Κονγκ αυτοπροσκεκλημένο σύμμαχο.
Παρ΄ότι όπως είπαμε η ταινία δεν έχει άμεση σχέση με τον πρωτότυπο Κιγνκ Κονγκ, οι παραλληλισμοί είναι εμφανείς, με τους χαρακτήρες των Jackson, Hiddleston και Larson να προσεγγίζουν –και συχνά να ωθούν στα άκρα- τους αυθεντικούς του Carl Denham, του Jack Driscoll και της Ann Darrow, αντίστοιχα. Ο σκηνοθέτης, μάλιστα, δήλωσε πως τόσο στη μορφή του Κονγκ όσο και αυτή των τεράτων και του νησιού γενικότερα είχε στο μυαλό του την κλασική ταινία του 1933, η οποία αποτελεί αρχέτυπο όχι μόνο του σύμπαντος του Κονγκ αλλά και όλων των συναφών ταινιών (βλ. Γκοτζίλα, που επίσης αναφέρεται στο έργο).
Ο σεβασμός αυτός στο παρελθόν, οι υπερσύγχρονες και ταυτόχρονα καλαίσθητες απεικονίσεις του νησιού και των παράξενων πλασμάτων του, το υφέρπον αλλά εύστοχο χιούμορ και το πολύ δυνατό καστ της ταινίας εξασφαλίζουν την επιτυχία της και την καθιστούν όχι μόνο εύπεπτη αλλά και γενικότερα ευχάριστη. Προφανώς οι συντελεστές του έργου δεν προσπάθησαν ούτε να φτιάξουν ένα οσκαρικό φιλμ, ούτε καν να προσεγγίσουν τις παλαιότερες εκδόσεις του Κονγκ, αλλά να φτιάξουν μια καλογυρισμένη ταινία δράσης, με μια δοκιμασμένη συνταγή, που θα κέρδιζε τόσο το νέο κοινό όσο και τους νοσταλγούς του παρελθόντος.
Και στην προσπάθεια αυτή, εν κατακλείδι, δε μπορεί κάποος να εντοπίσει κάποιο εμφανές ψεγάδι. Ο Vogt-Roberts συνδυάζει, βαδίζοντας στα βήματα του Πίτερ Τζάκσον στο remake του Κινγκ Κονγκ το 2005, το… ένδοξο παρελθόν της ιστορίας του με υπερσύγχρονα εφέ και καλογυρισμένες σκηνές δράσης, ενώ οι χαρακτήρες του «κουμπώνουν» αρκετά καλά με το σύνολο. Πρόκειται, επομένως, για μια ταινία που αξίζει να δείτε μια φορά, ειδικά αν είστε οπαδός είτε του συγκεκριμένου franchise είτε αυτού του κινηματογραφικού είδους γενικότερα…