Χειμώνιασε. Έξω κάνει κρύο. Το βλέπεις κι εσύ, έτσι δεν είναι; Εγώ εδώ κι εσύ αλλού. Σωματικά τουλάχιστον. Συναισθηματικά ελπίζω να είμαστε μαζί, ελπίζω να μου κρατάς συντροφιά αυτές τις κρύες νύχτες που ο αέρας διαπερνά όλο μου το σώμα. Όχι, δεν εννοώ εκείνο που ακουμπάει το σώμα μονάχα, μιλάω για το άλλο που ακουμπάει την ψυχή, που παγώνει, που τρελαίνει. Κι εγώ κατακλύζομαι από σκέψεις…από σκέψεις που χορεύουν στο κεφάλι μου δίχως σειρά. Κ’ όλα μαζί γίνονται ένα κουβάρι. Βλέπεις ήρθες με τον χειμώνα και κάθε ίχνος καλοκαιριού εξαφανίστηκε. Και τα χρώματα του ουρανού; Κι αυτά ανάκατα. Στην αρχή άσπρο, μπλε και μετά γκρι, μαύρο…Εκεί που λες πως όλα μπήκαν σε μια σειρά, τσουπ οι αμφιβολίες και οι ανασφάλειες κάνουν την εμφάνισή τους. Έτσι γίνεται και με την βροχή. Εκεί που ο ήλιος βγαίνει, τη θέση του παίρνει η βροχή, ο κατακλυσμός.
Κι εγώ; Εγώ εκεί απλός θεατής, θεατής που βρέχεται αλλά δε φεύγει.
Του αρέσει νομίζω.
Και θυμάμαι όταν σ’ είχα πρώτο ερωτευτεί, μου ΄χαν πει ”έρωτας είναι, θα περάσει”. Κι εγώ απλά τους άκουγα, χωρίς να απαντώ. Τι να έλεγα; Ποιος θα καταλάβαινε; Ίσως να ήθελα να το πιστέψω κι εγώ, ότι όντως θα περάσει σιγά-σιγά. Μα ένας χρόνος μετά κι εγώ; Εγώ ακόμη εδώ κι όλο αυτό που νιώθω να μεγαλώνει μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα…Κι εσύ;
Ας μιλήσουμε για σένα λοιπόν…
Απόψε θα στα πω κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Θα σου μιλήσω γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Απ’ τη μία γλυκός και στοργικός. Θυμάμαι, εκείνο το βράδυ με ακουμπούσες σαν να είμαι το πιο εύθραυστο αντικείμενο στον κόσμο. Μου έλεγες πως μ’ αγαπάς και το ένιωθες. Το έβλεπα στα μάτια σου. Πόσο ξεχωριστή ένιωσα, ξέρεις; Με είχες αγκαλιά και ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος όλου του κόσμου. Και μετά; Μετά έπρεπε να αποχωριστούμε ξανά. Ένιωθα σαν να έχασα όλον τον κόσμο. Μα φυσικά αφού έλειπες εσύ…Σήμερα ήρθε η ώρα να μάθεις. Θα σου πω ότι είναι υπέροχο που ακόμη με κοιτάς κι εγώ τρέμω ολόκληρη από τη λαχτάρα μου να αισθανθώ παντού το άγγιγμά σου. Θα σου πω πως αυτό, το δικό σου άγγιγμα, δεν έχει χάσει ούτε δράμι έντασης από εκείνη την ακαταμάχητη ηδονή της αρχής μας. Θα σου πω πως ακόμα και τώρα μου λείπεις. Νιώθω το ίδιο κενό. Και θα στα πω όλα αυτά επειδή ακριβώς δεν είναι τίποτε δεδομένο τόσον καιρό μετά.
Είναι, ξέρεις, σχετικά εύκολο να πετύχεις ανθρώπους να σου αρέσουν εμφανισιακά κι αυτό θα μπορούσε να σε ιντριγκάρει σε συνδυασμό με την αναστάτωση που φέρνει το άγνωστο κι έτσι να τους συμπεριλαμβάνεις στις πιο μοναχικές σου στιγμές. Εμένα όμως με τρελαίνει όταν εκεί που κάθομαι χαλαρά στον καναπέ μου κάνοντας πράγματα αδιάφορα ξαφνικά αναστατώνομαι μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκα εσένα…
Από την άλλη είσαι το πιο μυστήριο τρένο που έτυχε να γνωρίσω τόσο…ας πούμε ξαφνικά. Εκεί που όλα είναι τέλεια- βγαλμένα από παραμύθι- ξαφνικά εμφανίζεται η άλλη πτυχή του εαυτού σου. Εμφανίζεται αυτός που δε δείχνει τίποτα και σε κανέναν, αυτός που δε θα αφήσει κανέναν να τον γνωρίζει και να τον αγγίξει. Δε στο κρύβω. Αυτή η πλευρά με πληγώνει. Έτσι είσαι όμως εσύ. Που να ξέρεις ότι εγώ δεν είμαι εδώ για να σε σκοτώσω; Που να το ξέρεις; Λες να μη το δείχνω αρκετά;
Τι χαζή που είμαι…
Μα πως να γίνω λιγότερο εκδηλωτική; ερωτευμένη; αληθινή;
Εσύ είσαι το σπίτι μου. Σπίτι δεν είναι πάντοτε οι τοίχοι που ορθώνουν ένα κτίριο. Σπίτι είναι τα ίδια εκείνα χέρια. Του ανθρώπου του δικού σου. Είναι εκείνα τα δυο χέρια που θα κάνουν την πιο μαλακή κουβέρτα του σπιτιού σου να μοιάζει αχρείαστη. Είναι εκείνα τα μάτια που θα σε κάνουν να νιώσεις τόση στοργή. Σπίτι σου δε θα σε νοιάζει το πώς θα συμπεριφερθείς. Σπίτι σου βγαίνει προς τα έξω ο πιο χαλαρός εαυτός σου. Εκείνος ο τσαλακωμένος, κάποτε ναζιάρης ή και γκρινιάρης. Εκείνος που δεν ενδιαφέρεται για το ποιος θα τον δει και τι θα πει…Σπίτι σου θα ξεχυθείς πάνω σ’ εκείνον τον καναπέ κάθε βράδυ και θ’ αναλογιστείς όλα τα συμβάντα της ημέρας σου. Θα τα πεις και αυτός θα σε ακούει. Θα θέλει να του πεις όλα τα σημαντικά κι ασήμαντα που συνέβησαν σ’ αυτή την κάθε άλλο βαρετή και συνηθισμένη μέρα σου. Θ’ ακούει την κάθε σου λέξη και χωρίς να πει τίποτα ακόμα θα σε κάνει να νιώθεις τόσο ανάλαφρα που ήτανε εκεί για να σου δώσει σημασία. Για να γκρινιάξεις, να γελάσεις, να κλάψεις ίσως. Φτάνει να ‘ναι εκεί μαζί σου. Είναι εκείνη η αίσθηση κι η σκέψη που έχεις συχνά στα μέσα της ημέρας και λες «θέλω επιτέλους να πάω σπίτι μου». Κι ίσως πολλές φορές να μην εννοείς τα πατώματα και τα μαξιλάρια. Μα ούτε το χώρο εκείνο, αλλά το άτομο που σου χαρίζει το αίσθημα αυτό.
Ν’ ανοίξεις την πόρτα και να ‘σαι σπίτι σου. Σ’ εκείνα τα μάτια που φωτίζονται κάθε φορά που σε κοιτάζουν. Στην αγκαλιά που λαχταράς να σε κρατά σφιχτά χωρίς να σε αφήνει.
Ναι σε εκείνη την αγκαλιά που κουλουριάζεσαι και κοιμάσαι σαν μωρό- χωρίς εφιάλτες και κακά όνειρα-.
Τι λες; Θα συνεχίσεις να είσαι το σπίτι μου;