Η Αλάσκα πήρε το όνομά της από τη χερσόνησο που βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της. Η συστηματική εξερεύνηση της περιοχής άρχισε μόλις το 1741 από τον Δανό εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ για λογαριασμό της Ρωσίας. Ακολούθησε το 1778 ο Τζέιμς Κουκ και στις αρχές του 19ου αιώνα πολυάριθμες αποστολές εξερευνητικού χαρακτήρα, παρέπλευσαν τις ακτές από τον Ειρηνικό μέχρι τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, συλλέγοντας πρωτόγνωρα γεωγραφικά δεδομένα. Η μεθοδική εξερεύνηση της Αλάσκας και ο επακόλουθος αποικισμός της οφείλονται κυρίως στους Σιβηριανούς και Αμερικάνους κυνηγούς, οι οποίοι από το 1784 ίδρυσαν εταιρείες με σκοπό το κυνήγι ζώων για γουναρικά στα δάση της Αλάσκας. Η Αλάσκα προσαρτήθηκε στη Ρωσία το έτος 1793 και πουλήθηκε το 1867 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και την εποχή εκείνη το αντίτιμο ήταν μικρό για την τεράστια αυτή περιοχή, λόγω της άγνοιας που υπήρχε τότε από την άποψη ότι η περιοχή δεν παρείχε δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Η Αλάσκα πουλήθηκε έναντι 7.200.000 δολαρίων, το σημερινό αντίστοιχο των 121.000.000 δολαρίων. Από το 1890 και μετά σημειώθηκε εντονότερη κινητικότητα στις παγωμένες αυτές περιοχές, αφού κατέφθαναν στην Αλάσκα στίφη χρυσοθήρων, εξαιτίας του πυρετού του χρυσού. Από αυτούς οι περισσότεροι πέθαναν από το κρύο και τις στερήσεις. Η Αλάσκα αποτέλεσε τότε διαμέρισμα των Ηνωμένων Πολιτειών και παραχωρήθηκε διοικητικά στην πολιτεία Όρεγκον. Το 1912 έγινε αυτόνομη διοικητική περιφέρεια και μόλις τον Μάρτιο του 1959 ανακηρύχθηκε ομόσπονδη πολιτεία.
Το παρελθόν της περιοχής
Πολυάριθμες αυτόχθονες φυλές με μεγάλους πληθυσμούς κατοικούσαν στην γη της Αλάσκας για χιλιάδες χρόνια πριν από την άφιξη των ευρωπαϊκών εξερευνητών στην περιοχή. Πρόγονοι των ιθαγενών της Αλάσκας που συνάντησαν για πρώτη φορά εξερευνητές όπως ο Τζέιμς Κουκ και ο Μακέντζι, πιστεύετε ότι είχαν μεταναστεύσει σε εκείνη τη περιοχή χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα. Οι ινδιάνοι της Αλάσκας είναι οι απόγονοι εκείνων όσων περνώντας από την Ασία το Βερίγγειο Πορθμό δεν μετακινήθηκαν νοτιότερα. Ανέπτυξαν εξελιγμένους τρόπους για να προσαρμοστούν, να επιβιώσουν και να ακμάσουν σε ένα τόσο δύσκολο και αφιλόξενο κλίμα και περιβάλλον, με τον πολιτισμό τουλάχιστον εφτά κύριων φυλών να καταφέρνει να ριζώσει στον τόπο.
Φτάνοντας από τη Σιβηρία με πλοία στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, οι Ρώσοι άρχισαν τις εμπορικές συναλλαγές με τους ιθαγενείς της Αλάσκας, ειδικά όταν έμαθαν για την ποιότητα της εμπορεύσιμης γούνας τους και την αφθονία του εκεί κυνηγιού. Νέοι οικισμοί γύρω από εμπορικούς σταθμούς εγκαθιδρύθηκαν από τους Ρώσους, συμπεριλαμβανομένης και της παρουσίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που με γοργά αντανακλαστικά απέστειλε ιεραπόστολους, για τον εκχριστιανισμό των ινδιάνων. Βρετανικοί και Αμερικάνοι έμποροι γενικά δεν έφθασαν στην περιοχή μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα, αφήνοντας χωρίς ανταγωνισμό τη ρωσική επικυριαρχία στη περιοχή.
Αποικιοποίηση
Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για Ευρωπαίους που έφτασαν στη γη της Αλάσκας προέρχονται από τη Ρωσία. Το 1648 ο Semyon Dezhnev απέπλευσε από τις εκβολές του ποταμού Kolyma στην ασιατική πλευρά της Σιβηρίας, ώστε να κατορθώσει να φτάσει στη βόρεια πλευρά της, πραγματοποιώντας έτσι ένα κυκλικό πλου. Το εγχείρημα του, που θα αποδείκνυε ότι μεταξύ της ασιατικής ηπείρου και της Βόρειας Αμερικής υπάρχει θάλασσα, αν και στέφθηκε με επιτυχία δεν διαβιβάστηκε ποτέ στην κεντρική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να λησμονηθεί. Το ζήτημα του κατά πόσον ή όχι Σιβηρία ήταν συνδεδεμένη με τη Βόρεια Αμερική, αποπειράθηκε να επιλύσει το 1725, ο Τσάρος Πέτρος Α ‘της Ρωσίας καλώντας άλλη εξερευνητική αποστολή. Οι επόμενες αποστολές θα ανακάλυπταν τα νησιά του Διομήδη, τις Αλεούτιες νήσους και άλλα νησιωτικά συμπλέγματα της Βερίγγειας Θάλασσας.Το πρώτο καταγεγραμμένο όμως ευρωπαϊκό σκάφος που έφτασε στην Αλάσκα ήταν τελικά το Άγιος Γαβριήλ του Ρώσου εξερευνητή Μ. Gvozdev και του πλοηγού του I. Fyodorov την 21η Αυγούστου 1732.
Από το 1743 όλο και περισσότεροι έμποροι γούνας άρχισαν να αποπλέουν από τις ρωσικές ακτές του Ειρηνικού ωκεανού προς την Αλάσκα μέσω των Αλεούτιων νήσων. Καθώς οι διαδρομές των εμπόρων άρχισαν να αποκτούν ολοένα και περισσότερο δρομολογιακό χαρακτήρα θαλάσσιας εμπορικής διασύνδεσης, απεμπολώντας με αυτό το τρόπο την ιδιότητα της εξερευνητικής αποστολής, τα πληρώματα ίδρυσαν πολυάριθμους εμπορικούς και κυνηγετικούς σταθμούς. Μέχρι τα τέλη του 1790 μερικοί από αυτούς τους ταξιδιωτικούς σταθμούς είχαν γίνει μόνιμοι οικισμοί, παραμεθόρια φρούρια , είτε οργανωμένοι σταθμοί ανεφοδιασμού ταξιδιών. Περίπου οι μισοί από τους εμπόρους γούνας ήταν Ρώσοι από διάφορες επαρχίες των ευρωπαϊκών τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή από τη Σιβηρία. Οι άλλοι ήταν ιθαγενείς από τη Σιβηρία με ανάμεικτους αυτόχθονες, ευρωπαϊκής ή ασιατικής προέλευσης.
Δεν άργησε η στιγμή ωστόσο που Ρώσοι κυνηγοί και έμποροι γούνας ανάγκασαν τους ιθαγενείς των Αλεούτιων νήσων να κάνουν τη κυνηγετική δουλειά γι ‘αυτούς. Καθώς ο πλούτος της Αλάσκας σε γούνες γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο γνωστός πίσω στην πολιτισμένη Ρωσία ο ανταγωνισμός μεταξύ των ρωσικών εταιρειών εκμετάλλευσης του κυνηγιού αυξήθηκε με τους ιθαγενείς τελικά να υποδουλώνονται. Η Μεγάλη Αικατερίνη η οποία ενθρονίστηκε αυτοκράτειρα το 1763 διακήρυξε το σεβασμό και την ευμένεια της απέναντι στους ιθαγενείς της Αλάσκας και προέτρεψε τους υπηκόους της να τους συμπεριφέρονται δίκαια. Σε ορισμένα μέρη της Αλάσκας οι ομάδες των κυνηγών και των εμπόρων γούνας ήταν ικανοί να διατηρήσουν μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη με τους ντόπιους πληθυσμούς. Άλλες ομάδες όμως δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τις εντάσεις που προέκυπταν από το εθνολογικό, γλωσσολογικό και εθιμικό χάσμα μεταξύ αυτών και των ιθαγενών καταφεύγοντας έτσι στις βιαιοπραγίες.
Οι εντάσεις μεταξύ Ρώσων και γηγενών φυλών οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο καθώς οι πληθυσμοί των ζώων μειώθηκαν εξαιτίας της εντατικοποίησης του κυνηγιού. Οι ιθαγενείς ήδη πολύ εξαρτημένοι από τη νέα οικονομία αντιπραγματισμού που δημιουργήθηκε από τη ρωσική εμπορία γούνας, όλο και περισσότερο εξαναγκάζονταν να λαμβάνουν συνεχώς και μεγαλύτερους κινδύνους στα άκρως επικίνδυνα νερά του Βόρειου Ειρηνικού για να κυνηγήσουν ακόμα περισσότερες βίδρες (ζώο με γούνα μεγάλης εκτιμώμενης αξίας). Καθώς οι μικρές εταιρίες εμπορίου γούνας συγχωνεύτηκαν και απέκτησαν ολιγοπωλιακή ισχύ, οι αψιμαχίες και τα βίαια επεισόδια κατά ιθαγενών κλιμακώθηκαν. Η συστηματική βία λειτούργησε σαν εργαλείο της αποικιακής εκμετάλλευσης των ιθαγενών πληθυσμών, που ήταν υποχρεωμένοι να κυνηγάνε για λογαριασμό των εταιριών γούνας. Όταν οι ιθαγενείς επαναστάτησαν (1741 / 1759-1781 / 1799), ”παγώνοντας” την προσφορά γούνας, οι Ρώσοι αντεπιτέθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς και καταστρέφοντας τις βάρκες τους και τα κυνηγετικά τους εργαλεία, αφήνοντας τους κανένα μέσο επιβίωσης. Ανυπεράσπιστοι οι ιθαγενείς απέναντι στα ευρωπαϊκά όπλα και τις ασθένειες του παλιού κόσμου, η τύχη τους δεν ήταν καλύτερη από αυτή των ιθαγενών της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής. Το 80% του πληθυσμού των ιθαγενών της Αλάσκας απεβίωσε, κυρίως από μολυσματικές ασθένειες μετά την άφιξη των Ευρωπαίων.
Με την έλευση του 19ου αιώνα έγιναν προσπάθειες από τη ρωσική γραφειοκρατία για την διοικητική οργάνωση της περιοχής. Το 1804 ο νέος διευθυντής της Ρωσο – Αμερικανικής εταιρίας Alexander Baranov εγκαθίδρυσε το μονοπώλιο της εταιρίας στο εμπόριο γούνας, αφού πρώτα η τελευταία είχε εξαγοραστεί από το δημόσιο (Ρώσοι ευγενείς και ο Τσάρος κατείχαν πλέον μετοχές αντί των κυνηγών και των εμπόρων). Ήταν μια ελάχιστα υποσχόμενη προσπάθεια τόνωσης του εμπορίου γούνας και επαναφοράς της κερδοφορίας σε αυτό, που είχε πλέον εκλείψει λόγω της έλλειψης κυνηγιού και του μεγάλου κόστους μεταφοράς. Ο Baranov είχε αγοράσει την περιοχή της Σίτκα από τους Ινδιάνους Tlingit, εγκαθιδρύοντας πρώτα την πόλη Mikhailovsk. Το 1802 οι Tlingit επιτέθηκαν και κατέστρεψαν το Mikhailovsk. Ο Baranov επέστρεψε με ένα πολεμικό πλοίο που ζήτησε από τη Ρωσία και κατέστρεψε το χωριό των Tlingit. Εκεί χτίστηκε έπειτα το μεγάλο οχυρό του Άγιου Μιχαήλ και ορίστηκε η νέα πρωτεύουσα της Αλάσκας, ο Νέος Αρχάγγελος (σήμερα πάλι Σίτκα).
Η αγοραπωλησία της Αλάσκας
Με την πραγματοποίηση κερδών της αποικίας να απέχει μακράν των πρώτων χρόνων εκμετάλλευσης της περιοχής και εξαιτίας των μεγάλων εξόδων συντήρησης των στρατευμάτων και των κρατικών υπαλλήλων, η αποικία της Αλάσκας ήταν περισσότερο ένας βραχνάς για τη ρωσική διοίκηση μετά το 1820. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), οι υπάλληλοι της Ρωσο – Αμερικανικής εταιρείας άρχισαν να φοβούνται μια ενδεχόμενη εισβολή από τις βρετανικές δυνάμεις του Καναδά στην Αλάσκα. Για αυτόν το λόγο η Ρωσο – Αμερικανική εταιρεία άρχισε τις συζητήσεις με την εταιρεία που εκπροσωπούσε τα βρετανικά συμφέροντα εκμετάλλευσης του Καναδά, την Εταιρεία του Κόλπου του Hudson δηλαδή, την άνοιξη του 1854. Ήταν οι πρώτες ενδείξεις ότι η ρωσική αποικία της Αλάσκας ήταν στη πραγματικότητα αρκετά ανίσχυρη. Η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσική Αυτοκρατορία, μετά από επίσημη εισήγηση της δεύτερης, δεσμεύτηκαν την συνέχιση των ειρηνικών σχέσεων των δύο εταιριών πρωτογενούς εκμετάλλευσης.
H Ρωσία όμως σχεδίαζε να πουλήσει τα εδάφη της Αλάσκα φοβούμενη ότι μπορούσαν να καταληφθούν από τους Βρετανούς με σχετική ευκολία στην περίπτωση ενός μελλοντικού πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αυτές που ενδιαφέρθηκαν για την αγορά της Αλάσκας εξ αρχής. Οι διαπραγματεύσεις πώλησης της Αλάσκας καθυστέρησαν όμως εξαιτίας της έκρηξης του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Η αμερικανική κοινή γνώμη παρόλα αυτά δεν ήταν καθόλα θετική απέναντι στην αγοραπωλησία αυτή. Αρκετές εφημερίδες υποστήριξαν ότι τα χρήματα των φορολογουμένων είχαν σπαταληθεί ”σε ένα κήπο για πολικές αρκούδες”. Ωστόσο γρήγορα αποδείχτηκε πως έσφαλαν αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να αποκομίσουν μεγάλα οικονομικά οφέλη από την αγορά και να εξαγοράσουν τη φιλία με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, κίνηση που εκείνη την εποχή ήταν εξίσου σημαντική. Αργότερα η πράξη αγοράς της Αλάσκας εγκωμιάστηκε από τον αμερικανικό τύπο, όντας μια σοφή διπλωματικά κίνηση για την αποδυνάμωση τόσο της ρωσικής αλλά κυρίως της βρετανικής επιρροής στην περιοχή.
Στις 30 Μαρτίου 1867, η Ρωσία συμφώνησε την παράδοση της Αλάσκας στις Ηνωμένες Πολιτείες έναντι 7.200.000 δολαρίων. Αγοράστηκε έτσι μια έκταση που ισοδυναμούσε με το 20% της έκτασης των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τελετή μεταβίβασης πραγματοποιήθηκε στη Σίτκα στις 18 Οκτωβρίου, 1867. Ρώσοι και Αμερικανοί στρατιώτες παρέλασαν μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη. Η ρωσική σημαία κατέβηκε από τον ιστό της και στην θέση της ανυψώθηκε η αμερικανική, μέσω κωδωνοκρουσιών. Μία παράδοση γης όχι τόσο αναίμακτη, άμα αναλογιστεί κανείς τον αρχικά βίαιο αποικισμό της Αλάσκας.
Πηγές.
- https://history.state.gov
- http://www.history.com/
- http://www.americaslibrary.gov/
- https://www.loc.gov
- http://www.britannica.com/event/
- http://www.ourdocuments.gov/
- http://www.encyclopedia.com/