Εδώ και αρκετό καιρό ήθελα να γράψω κάτι για το «βασιλιά του σασπένς», έναν από τους καλύτερους και πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες όλων των εποχών, αλλά και δικό μου personal favorite, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Καθώς, όμως, είναι αδύνατο να γράψει κανείς για όλες τις μεγάλες ταινίες που έχει γυρίσει η ιδιοφυία αυτή, θα σταθώ σε τρεις που δεν ανήκουν, στις προτιμήσεις κοινού και κριτικών, στο «πρώτο ράφι», όπως τα Ψυχώ, Vertigo, Πουλιά κλπ, αλλά αποτελούν λίγο πιο κρυφά «διαμάντια» στον τομέα του ψυχολογικού θρίλερ.
Ας πούμε όμως πρώτα δυο λόγια για τον ίδιο το Χίτσκοκ. Γεννημένος το 1899 στο Ανατολικό Λονδίνο, στράφηκε από μικρός στον κινηματογράφο και ξεκίνησε την καριέρα του στη δεκαετία του ΄20, πριν την έλευση του ήχου στην έβδομη τέχνη. Η ταινία που τον έφερε στο προσκήνιο ήταν η δραματοποίηση της ιστορίας του Τζακ του Αντεροβγάλτη (The Lodger, 1927), από την οποία και έκτοτε ξεκίνησε να ασχολείται αποκλειστικά με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ. Δύο χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε την πρώτη ομιλούσα βρετανική ταινία, το Blackmail. Μέχρι και την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνέχισε να γυρίζει ταινίες στη Βρετανία, καθιερώνοντας σταδιακά μερικά από τα αγαπημένα του κλισέ, όπως οι ξανθιές πρωταγωνίστριες, τα MacGuffin και τις λίγων δευτερολέπτων συμμετοχές του στις ταινίες του.
Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Χίτσκοκ μετακόμισε στο Χόλιγουντ και για τις δεκαετίες του ΄40, του ΄50 και –σε μικρότερο βαθμό- του ΄60 γύρισε πολλές ταινίες, με ρυθμό σχεδόν μία το χρόνο, κάποιες εκ των οποίων έμειναν στην ιστορία του σινεμά. Καλύτερη περίοδος για τον εύσωμο Βρετανό ήταν η πενταετία 1958-63, κατά την οποία γύρισε τέσσερις από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του: Vertigo (1958), North by Northwest (1959), Psycho (1960) και Birds (1963). Το 1955 έγινε και επίσημα αμερικανός πολίτης, ενώ το γεγονός πως δεν κέρδισε Όσκαρ (είχε 5 υποψηφιότητες) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αδικίες στην ιστορία των βραβείων. Το 1980 χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ, και λίγους μήνες μετά πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια στην Καλιφόρνια.
Ο Χίτσκοκ καθιέρωσε πολλά από τα πρότυπα του θρίλερ για τις μελλοντικές γενιές, αλλά ταυτόχρονα είχε ένα δικό του, αδύνατο να αντιγραφεί στιλ που συνδύαζε μαύρο χιούμορ, αμφιλεγόμενους χαρακτήρες, σεξουαλικά υπονοούμενα –όσο του επέτρεπε το τότε ισχύον καθεστώς λογοκρισίας- και, φυσικά, έγκλημα και τιμωρία. Ταυτόχρονα, ήταν από τους πρώτους ανθρώπους του σινεμά που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες ενός νέου, τότε, μέσου, της τηλεόρασης, στην οποία και διέπρεψε με τη σειρά Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει.
Παρακάτω αναλύω τρεις από τις πρώτες ταινίες της «αμερικανικής» περιόδου του Χίτσκοκ, από τις πιο σκοτεινές του και πιο κοντά στο μελόδραμα και το νουάρ παρά στην πρωτοπορία και τα έντονα χρώματα που χρησιμοποίησε αργότερα.
Ρεβέκκα (1940)
Με τους: Laurence Olivier, Joan Fontaine, Judith Anderson, George Sanders
Μια συνεσταλμένη νεαρή κοπέλα παντρεύεται έναν πλούσιο χήρο και μετακομίζει στην έπαυλή του στην Αγγλία. Εκεί, διαπιστώνει πως η ανάμνηση της πρώτης γυναίκας του άντρα της είναι πολύ δυνατή για όλους, ενώ οι απροσδιόριστες συνθήκες του θανάτου της απειλούν την ευτυχία του ζευγαριού.
Οι επιτυχίες του Χίτσκοκ στη Βρετανία είχαν τραβήξει από νωρίς το ενδιαφέρον του πανίσχυρου τότε Χόλιγουντ, ωστόσο ο ίδιος δίσταζε να κάνει το μεγάλο βήμα μέχρι που τον ανάγκασε ουσιαστικά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρότι η Ρεβέκκα, η πρώτη ταινία του στην Αμερική, γυρίστηκε από τον ανεξάρτητο παραγωγό David O. Selznick και αποκλειστικά με Βρετανούς ηθοποιούς, ο Χίτσκοκ είδε ταυτόχρονα τις προσδοκίες αλλά και τους φόβους του για το Χόλιγουντ να επιβεβαιώνονται από νωρίς. Από τη μία, οι επεμβάσεις των παραγωγών στο έργο του, η αυστηρή, συχνά ανόητη, λογοκρισία και η χρηματοθηρική λογική των στούντιο τον δυσκόλεψαν, τουλάχιστον στην αρχή, με αποτέλεσμα η ταινία να διαθέτει ελάχιστες από τις παραδοσιακές «πινελιές» του και να αποτελεί περισσότερο μελόδραμα με σασπένς μόνο στο τέλος παρά χιτσκοκικό θρίλερ. Από την άλλη, βέβαια, το μεγάλο μπάτζετ, το ασυναγώνιστο καστ και η προώθηση που έλαβε η ταινία (Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, μεταξύ άλλων) την καθιστούν την ίδια στιγμή μια από τις καλύτερες αλλά και τις λιγότερο αντιπροσωπευτικές ταινίες της καριέρας του.
https://www.youtube.com/watch?v=CANjLGLrdak
Notorious (1946)
Με τους: Ingrid Bergman, Cary Grant, Claude Rains
Η όμορφη κόρη ενός πράκτορα των Ναζί επιστρατεύεται από έναν Αμερικανό πράκτορα, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, για να ξεσκεπάσει μια σπείρα από φυγάδες Ναζί στη Βραζιλία. Ο έρωτας και ο κίνδυνος δε θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Έξι χρόνια μετά τη Ρεβέκκα, ο Χίτσκοκ είχε προσαρμοστεί πια στο Χόλιγουντ και χρησιμοποιούσε ακόμη και τις παραξενιές του συστήματος προς όφελός του. Στο Νοτόριους, ίσως την πιο ρομαντική και ταυτόχρονα σκοτεινή ταινία του στις ΗΠΑ, o Χίτσκοκ συνδυάζει τον έντονο, στα όρια του αρρωστημένου, έρωτα με την κατασκοπεία και την ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου, παίζοντας με το θεατή όπως η γάτα με το ποντίκι. Δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, ο Cary Grant και η Ingrid Bergman, αμφότεροι συχνοί συνεργάτες του, δίνουν ίσως τις καλύτερες ερμηνείες τους, ο Χίτσκοκ δεν αφήνει το θεατή να ησυχάσει ούτε δευτερόλεπτο με τα γνωστά κόλπα του και το φινάλε είναι το «κερασάκι στην τούρτα» του αριστουργήματος αυτού, καθώς συγκαταλέγεται στα πιο συγκλονιστικά των ταινιών του μεγάλου δημιουργού.
Ο Άγνωστος του Τρένου (1951)
Με τους: Farley Granger, Robert Walker, Ruth Roman
Ένας κυνικός, ψυχοπαθής άνδρας προτείνει σ΄ έναν άγνωστο συνεπιβάτη του στο τρένο να «ανταλλάξουν φόνους», καθώς αμφότεροι έχουν από ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο στη ζωή τους. Παρότι ο τελευταίος δε συναινεί ποτέ στην ιδέα, ο πρώτος εκτελεί το δικό του μέρος της υποτιθέμενης συμφωνίας και τώρα απαιτεί ανταπόδοση.
Οι εκατέρωθεν επιρροές και αλληλεπιδράσεις του Χίτσκοκ με το φιλμ νουάρ είναι εμφανείς στις περισσότερες ταινίες του, και ο μόνος λόγος που καμιά ταινία του δε θεωρείται νουάρ είναι ότι το στιλ του Χίτσκοκ ήταν τόσο προσωπικό και μοναδικό που δε μπορεί να μπει σε στιλιζαρισμένα καλούπια όπως αυτά που σχετίζονται με το είδος. Ο Άγνωστος του Τρένου, ωστόσο, αποτελεί ίσως την ταινία του Χίτσκοκ με το περισσότερο σασπένς, ακολουθώντας το κλασικό κόνσεπτ του νουάρ στο οποίο ένας αθώος, φιλήσυχος άνθρωπος βρίσκεται μπλεγμένος μέχρι… το λαιμό από ένα συνδυασμό συγκυριών και δικής του αφέλειας. Επίτηδες, ίσως, ο Χίτσκοκ δε χρησιμοποίησε πολύ γνωστούς ηθοποιούς και γύρισε την ταινία ασπρόμαυρη, θέλοντας να αφήσει το προσωπικό του στίγμα. Βασισμένο σε βιβλίο της εξαίρετης Patricia Highsmith, το σενάριο είναι ίσως το καλύτερο που συνοδεύει χιτσκοκικό έργο, και ο Βρετανός δημιουργός το μεταφέρει στην οθόνη μ΄ ένα τρόπο ιδανικό για θρίλερ: περισσότερο σε αγχώνει παρά σε τρομάζει, και πάνω απ΄ όλα σε πείθει πως κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβεί και σε σένα.