Από τότε που αγάπησα τον κινηματογράφο αγάπησα και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ (θυμάμαι μικρός να συναντώ τον όρο «χιτσκοκικός» σε άσχετα με το σινεμά κείμενα και να αναρωτιέμαι τι σημαίνει), κι έχω ασχοληθεί αρκετά με τα έργα του. Έχοντας ήδη γράψει ένα αντίστοιχο άρθρο για τρεις ασπρόμαυρες ταινίες του, και με αφορμή την 118η επέτειο από τη γέννησή του (13/8), αποφάσισα μέσα στο κατακαλόκαιρο να γράψω κι ένα άρθρο για τρεις μεγάλες έγχρωμες ταινίες του «βασιλιά του σασπένς». Η επιλογή δεν ήταν εύκολη, καθώς τα αξιόλογα έργα του Hitch είναι αμέτρητα, αλλά επέλεξα πιο “συμβατικές” ταινίες του, αφήνοντας εκτός ιδιαίτερα έργα όπως Rear Window, Vertigo και Πουλιά.
Rope (1948) – 80΄
Με τους: James Stewart, John Dall, Farley Granger, Joan Chandler
Δύο πανέξυπνοι και πλούσιοι φοιτητές δολοφονούν ένα συμφοιτητή τους επειδή τον θεωρούν «κατώτερο» αλλά και για να κάνουν το τέλειο έγκλημα. Στα πλαίσια αυτά, οργανώνουν ένα μακάβριο γεύμα με καλεσμένους, μεταξύ άλλων, συγγενείς και φίλους του θύματος.
O Hitchcock ήταν ένας σκηνοθέτης που δε σταμάτησε να πειραματίζεται και να δοκιμάζει νέα πράγματα κατά τη μισού αιώνα διάρκεια της καριέρας του. Ο Βρόγχος αποτελεί την πρώτη του έγχρωμη ταινία και γυρίστηκε με πρωτοποριακό τρόπο, με ελάχιστη χρήση μοντάζ, κλειστοφοβική σκηνοθεσία (όλο το φιλμ εκτυλίσσεται σ΄ ένα δωμάτιο) και μεγάλης διάρκειας λήψεις. Ταυτόχρονα, πειραματίστηκε και με το σενάριο, μεταφέροντας μ΄ ένα δικό του τρόπο την πολύκροτη υπόθεση Leopold & Loeb, εμπιστευόμενος νέους, σχετικά άσημους ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους (πλην του Stewart, με τον οποίο ξεκίνησε εδώ μια λαμπρή συνεργασία), δημιουργώντας σημαντικούς προβληματισμούς, γεμάτους, όπως πάντα, με σασπένς και δηλητηριώδες χιούμορ. Η ταινία πέρασε απαρατήρητη στην εποχή της, αλλά με τον καιρό έχει αποκτήσει καλύτερη φήμη και θεωρείται μια από τις πιο πρωτότυπες δουλειές του «βασιλιά του σασπένς».
Dial M for Murder (1954) – 105΄
Με τους: Grace Kelly, Ray Milland, Robert Cummings
Ένας τενίστας ανακαλύπτει το δεσμό της γυναίκας του μ΄ ένα συγγραφέα και καταστρώνει ένα θεωρητικά τέλειο σχέδιο για να τη δολοφονήσει.
Έξι χρόνια μετά, ο Χίτσκοκ πειραματίστηκε και πάλι με μια νέα τεχνολογία, αυτή τη φορά το 3D (η μοναδική ταινία του που προβλήθηκε τρισδιάστατη). Δεδομένου, ωστόσο, πως πια όλες οι ταινίες μπορούν να μετατραπούν σε τρισδιάστατες, αυτό δεν έχει και τόση σημασία τώρα. Αυτό που μετράει είναι πως το έργο αποτελεί μια από τις πιο έξυπνες ταινίες του Χίτσκοκ, με τους διαβολικά εκλεπτυσμένους πρωταγωνιστές, την απαράμιλλη ομορφιά της Grace Kelly, μερικές σκηνές που «κόβουν την ανάσα» και συνεχείς ανατροπές και εκπλήξεις να ξεχωρίζουν. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Ray Milland υποδύεται αριστοτεχνικά έναν από τους πιο τζέντλεμεν villains στην ιστορία του σινεμά, οι εμπνεύσεις του Χίτσκοκ διαδέχονται η μία την άλλη και η ταινία είναι γεμάτη σασπένς και καθηλώνει το θεατή, παρά τα 63 έτη της.
North by Northwest (1959) – 136΄
Με τους: Cary Grant, Eva Marie Saint, James Mason, Martin Landau
Ένα στέλεχος διαφημιστικής εταιρίας θεωρείται λανθασμένα ύποπτος για φόνο και καταδιώκεται από την αστυνομία, μια εγκληματική οργάνωση, και μια όμορφη, μυστηριώδη γυναίκα.
H πιο άρτια γυρισμένη και δομημένη ταινία του Χίτσκοκ, το North by Northwest παίρνει το γνωστό κόνσεπτ mistaken identity και το οδηγεί στα ύψη. Τα πάντα, από τον τεράστιο Cary Grant στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το εκλεπτυσμένο, σφιχτοδεμένο δευτερεύον καστ, το εμπνευσμένο σενάριο που δε σ΄ αφήνει να ηρεμήσεις ούτε στιγμή επί 135 λεπτά, ακόμα και λεπτομέρειες όπως τα σκηνικά, τα κοστούμια και ο φωτισμός λειτουργούν στην εντέλεια. Ο Χίτσκοκ ταξιδεύει το θεατή στις φυσικές και ανθρώπινες ομορφιές κατά μήκος των ΗΠΑ, από… φυτείες καλαμποκιού μέχρι το Mount Rushmore με τους 4 προέδρους, δημιουργεί χαρακτήρες και διαλόγους που συνδυάζουν χιούμορ, δράση, σασπένς αλλά και σκοτεινό ερωτισμό –χάρη στην ιδιαίτερη γοητεία της Eva Marie Saint- και δημιουργεί ίσως την πιο διασκεδαστική και σύμφωνη με τους κανόνες ταινίες του. Τα σκηνικά και τα χρώματα ήταν απλά εξωπραγματικά για την εποχή, αλλά παραμένουν εντυπωσιακά και σήμερα, χάρη στον τρόπο με τον οποίο τα χειρίστηκε ο βασιλιάς του σασπένς.