Πώς επιστρέφουμε στη ζούγκλα; Χωρίς καμία προσπάθεια, είμαστε ήδη εκεί.
Αποφεύγω τις πολλές συναναστροφές, τις περιττές ομιλίες, τα δημόσια χειροκροτήματα – «Wow, τί είπε ο άνθρωπος! Μιλάμε ό,τι πιο προχωρημένο» κλπ. – αγαπώ την ιδιωτικότητά μου, προστατεύω τον χώρο μου από χαζοχαρούμενους εισβολείς, πασχίζω καθημερινά ώστε να υπάρχει γύρω μου ηρεμία, πραότητα, καλοσύνη. Με το πέρας της εφηβείας -αν και πιστεύω ότι θα βρίσκομαι σε μία ανεξάντλητη επαναστατική διάθεση μέχρι την ημέρα της αποτέφρωσής μου- δεν κατορθώνω πλέον να κερδίζω ούτε το γελοίο στοίχημα της καθημερινής ψευτοκοινωνικότητας. Δεν θαυμάζω αυτοκίνητα, βαριέμαι αφόρητα τα reality shows, αδιαφορώ για τις επιτυχημένες οικογένειες ( που δεν είναι καθόλου επιτυχημένες -«home is the most dangerous place»-) και δεν με γοητεύουν καθόλου κυρίες με εντυπωσιακά τακούνια ή αγόρια με γεροδεμένα σώματα. Δεν υπόσχομαι «να τα πούμε μία μέρα για καφέ» σε ατυχείς συναντήσεις στον δρόμο. Κρατώ τους φίλους μου κοντά -πολύ κοντά- και τους εχθρούς μου όσο πιο μακριά γίνεται. Αν και, on second thought δεν έχω εχθρούς, απλώς ορισμένοι αυτοχαρακτηρίζονται έτσι και ξεκινούν μόνοι τους νηπιακούς πολέμους, συγκρούσεις καφενείου, διαξιφισμούς χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Αγανακτώ αρκετές φορές διότι γνωρίζω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τα δίκια τους. Όλοι. Μέχρι και οι χειρότεροι εγκληματίες. Μέχρι και οι πιο κουτοί. Και τότε μου έρχεται να σκάσω.
Διανύουμε τον εικοστό πρώτο αιώνα. Η Ελλάδα, σαν άλλη μία επαρχία του Νότου συνεχώς αποτυγχάνει να σταθεί εντός του Δυτικού, Ευρωπαϊκού πλαισίου ως ένα φιλελεύθερο, κοσμικό κράτος της σύγχρονης εποχής. Ο κόσμος πηγαίνει μπροστά, εμείς μένουμε πίσω. Οι πολίτες αυτού του τόπου συνεχώς απαιτούν, βρίζουν, φωνάζουν, αγωνιούν μη σκεπάσει τον αλαλαγμό τους κάποια πολύτιμη φωνή και αποκαλυφθεί η δική τους κενότητα. Επικρατεί οργή και θρήνος. Οργή διότι δεν μας αναγνωρίζουν το πόσο καταπληκτικοί είμαστε σε όλα μας -δεν είμαστε πουθενά- και θρήνος διότι η συλλογική ψυχή στην πραγματικότητα γνωρίζει ότι μας αξίζουν τα χειρότερα για όλα αυτά που φτάσαμε να μας χαρακτηρίζουν. Αντιδυτισμός, ρατσισμός, ομοφοβία, εμφύλια πάθη, φτηνό γούστο, αισθητική του πορνό, καταναλωτική μανία, αστυνόμευση της σκέψης, συνωμοσιολογία -«Μας κυβερνούν Εβραιομασόνοι»- και μεγαλοϊδεατισμοί κάθε είδους («Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα είναι», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανιών», «Έξω οι βάσεις του Θανάτου», «Κλέφτες Γερμανοί», «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή», «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες» κλπ.)
Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα κυριαρχεί παρά τις φαινομενικές αντιθέσεις μεταξύ των βοώντων ένα κοινό κατακερματισμένο Ήθος. Η ροπή προς την βαρβαρότητα, η κουλτούρα του «μαλάκα», η μανία να γκρεμίσουμε τα πάντα σαν μαινόμενοι ταύροι ,να καταργήσουμε την ομορφιά από τον κόσμο επειδή δεν την εγκρίνει ο «σοφός» λαός μας εντοπίζεται παντού. Στο διαδίκτυο, στον δρόμο, στις συγκεντρώσεις, στις εθνικές εορτές, στις απεργίες (σήμερα περισσότερο θέλουμε να απεργούμε και λιγότερο να εργαζόμαστε), στις πολιτικές νεολαίες, στον πανεπιστημιακό χώρο. Οι Έλληνες πολίτες έχουμε ως κοινό παρανομαστή μας τον επαρχιώτικο φθόνο που παίρνει ποικίλες μορφές και συνεχώς πολλαπλασιάζεται χωρίς όμως να αλλάζει στο ελάχιστο ως προς την ουσία του. Μίσος του αναρχικού για το κράτος -θέλουμε να τα σπάσουμε όλα- του φασίστα για τον αριστερό -just because-, του κομμουνιστή για την αστική τάξη, μίσος των λαϊκών στρωμάτων για τους «γραμματιζούμενους» και τους «καλαμαράδες». Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ σημείωνε: Η κόλαση είναι οι άλλοι. Και για τους Έλληνες αυτή είναι μία θανάσιμη αλήθεια. Θα προτιμούσαν να εξαφανιστούν ως γένος αύριο το πρωί παρά να μάθουν ότι για τα δεινά τους δεν φταίει παρά η δική τους στενοκεφαλιά και η επιπόλαιη ερμηνεία του κόσμου και των φαινομένων του, ο άκρατος ανορθολογισμός.
Επιλέγουμε να ζούμε πάνω σε έναν άξονα του παραλόγου. Μαγική σκέψη, εθνικοί μύθοι, ιερά παράδοση. Ενώ ο Δυτικός κόσμος εξελίσσεται με κύρια βάση τις ουμανιστικές αρχές του Διαφωτισμού (υγιής παράδοση) εμείς φαίνεται να έχουμε ριζώσει στην Οθωμανική μας υποδούλωση. Στην Τουρκοελλάδα που είναι περισσότερο ανατολίτικη και λιγότερο Ευρωπαϊκή. Έτσι, αρχές όπως Δημοκρατία, ισονομία, ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξιθρησκία και επιστημονική σκέψη – συνεπώς και θετική- αντικαθίστανται από αμανέδες, προσκυνήματα σε εικόνες, αγιοποίηση αντικειμένων, στοχοποίηση αθώων μειονοτήτων, αναζήτηση πολιτικών σωτήρων και από μαζικές υστερίες κάθε μορφής. Το λούμπεν δεν αγαπά τα γαλλικά και το πιάνο. Μάλλον τα απεχθάνεται. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς (Savoir vivre) δεν έχουν θέση σε μία Χώρα του τάβλι, των γηπέδων και των τσάμικων. Το Rock, η ποίηση, η παγκόσμια λογοτεχνία δεν αφορούν τον λαό μας. Εδώ πλουτίζουμε μπουζουκερί και καφενεία. Εδώ επικρατεί το δίκιο του πιο δυνατού, του πιο άγριου, του πιο απαίδευτου. Λέμε χοντράδες, γελάμε με σεξιστικά αστεία, μιμούμαστε τα πιο άθλια πρότυπα.
Εν κατακλείδι, πάσχουμε από την πιο άσχημη ασθένεια. Την εξόφθαλμη και απροκάλυπτη πλέον αγένεια. Οι πολίτες αυτής της Χώρας δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα. Είναι κοινωνικοί με τους ομοϊδεάτες τους – σχηματίζουν τα περίφημα δωμάτια ηχούς όπου όλοι μαζί συμφωνούν και αυτοθαυμάζονται- και πραγματικά βάρβαροι με όποιον εκφέρει λόγο που βρίσκεται σε διάλογο με την αυστηρή λογική και τον ρεαλισμό αντί να τονώνει τη ναρκισσιστική διαταραχή του έθνους.
Καταλήγω πως οι ίδιοι οι πολίτες της Ελλάδας είναι τελικώς οι μεγαλύτεροι εχθροί του μέλλοντός τους. Πιστεύουν μόνο ό,τι επιθυμούν μανιωδώς να πιστέψουν κι αν κάποτε η πραγματικότητα διαψεύδει τις επιλογές τους τότε τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα! Αποτελεί αυτό το κείμενο ένα ανθελληνικό ξέσπασμα; Should we burn the writer? Σαφώς και είναι. Μία αυστηρή καταγραφή της ελληνικής κοινωνίας δεν θα μπορούσε να αποκαλύψει τίποτα παρά μόνον το εξής: Ο Βασιλιάς είναι γυμνός.