Παίρνοντας ως δεδομένο ότι κάθε άνθρωπος βιώνει έναν αριθμό από δράματα στη ζωή του αποφάσισα σήμερα να ασχοληθούμε με μια δραματική ταινία. Επέλεξε το The Bookshop, που κυκλοφόρησε πέρσι και είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Penelope Fitzgerald. Πρόκειται για μια ταινία που θεωρώ ότι δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά σε όσους αρέσει να βλέπουν δραματικές ταινίες. Παρόλα αυτά, αξίζει να διαβάσετε όλοι το άρθρο, να δείτε την ταινία και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Η χρονιά είναι 1959 και η Florence Green (Emily Mortimer) αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στο βρετανικό χωριό Hardborough ως την κατοικία της και κυρίως ως το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής. Σε αυτή της την προσπάθεια θα βρει σύμμαχο τον μοναχικό και απομονωμένο από την υπόλοιπη κοινωνία, τον Edmund Brundish (Bill Nighy). Παρά την αγνή αγάπη της Florence για τα βιβλία και τις καλές της προθέσεις βρίσκει πολλά εμπόδια στον δρόμο της. Γιατί; Επειδή η Violet Gamart (Patricia Clarkson), η πλούσια και με ισχύ γυναίκα της περιοχής έχει άλλα πλάνα στο μυαλό της για το συγκεκριμένο κτίριο. Τελικά τι θα υπερισχύσει, η θέληση και το κουράγιο ή η δύναμη και η επιρροή;
Επειδή πρόκειται για μια ταινία που έχει κερδίσει αρκετά βραβεία τόσο για την σκηνοθεσία όσο και για το σενάριο, γεγονός που μου φαίνεται εξαιρετικά λογικό και δίκαιο, θα ξεκινήσω με τα στοιχεία που μπορεί να κουράσουν τον θεατή για να φύγουν γρήγορα από την μέση. Καταρχάς, διαρκεί αρκετά, σχεδόν δύο ώρες. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι μερικές σκηνές θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο μικρές, όλες οι σκηνές παίζουν τον ρόλο τους για την εξέλιξη της ιστορίας ή δικαιολογούν τις διάφορες αποφάσεις ή πράξεις των χαρακτήρων. Επιπλέον, αυτό που προσωπικά με ενόχλησε είναι η παράλειψη του σεναρίου στο να κατονομάσει το συμφέρον της Violet Gamart με το να διώξει την Florence απο το παλιό κτίριο. Αναφέρεται ότι θέλει να το διαμορφώσει σε κέντρο τέχνης, αλλά δεν υπάρχει κάποιο οικονομικό ή κοινωνικό όφελος, γιατί αν υπήρχε θα το είχε επιχειρήσει στην διάρκεια των προηγούμενων τριών χρόνων που κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για το κτίριο αυτό.
Ας περάσουμε, όμως, και στα θετικά της ταινίας. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι η Isabel Coixet. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω όλη η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της Penelope Fitzgerald, αλλά είναι πολύ σωστή η επιλογή του να διατηρηθούν στοιχεία του μυθιστορήματος και στην ταινία. Αρχικά, ο θεατής έχει την ευκαιρία να βιώσει τις συνήθειες των Βρετανών εκείνης της εποχής και γενικότερα την “παλιά Αγγλία”, καθώς βλέπουμε τους χαρακτήρες να παραμένουν ευγενικοί παρά το γεγονός ότι είναι ξεκάθαρα οργισμένοι και θυμωμένοι με κάποιο πρόσωπο, το διακριτικό φλερτ, τις κοσμικές συναθροίσεις και φυσικά το τσάι. Το πιο σημαντικό θεωρώ ότι είναι οι χαρακτήρες. Η ανυπακοή στα στερεότυπα είναι θαυμαστή, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, καθώς έχουμε από την μια μία δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα, την Florence, που δεν φοβάται να πραγματοποιήσει τα όνειρά της ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παλέψει εναντίον ανθρώπων με μεγαλύτερη -οικονομική και κοινωνική- ισχύ από την δική της, και από την άλλη έχουμε την Violet, που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας, με δύναμη, που βέβαια θα μπορούσε κάποιος άνετα να την χαρακτηρίσει πανούργα. Όσο για τους άνδρες, αν και υπάρχουν αυτοί που με μια λέξη θα τους ονομάζαμε άξεστους, ο πρωταγωνιστής μας είναι καλλιεργημένος, λάτρης βιβλίων, ανοιχτόμυαλος και φεμινιστής. Για τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους συγκεκριμένους χαρακτήρες δεν χρειάζεται να πω κάτι, αφού πρόκειται για μεγάλους -τόσο σε ηλικία όσο και σε ονόματα- ηθοποιούς, που είναι τόσο φυσικοί σαν να γράφτηκαν οι ρόλοι πάνω τους.
Θέλω να πιστεύω ότι έχει γίνει φανερό και κατανοητό ότι η μεταφορά σε μια παλιότερη εποχή είναι εξαιρετικά σημαντική. Σε αυτή την μεταφορά έχουν συμβάλλει διάφοροι επαγγελματίες. Η Rebeca Comerma, η οποία ήταν υπεύθυνη για τα σκηνικά, έφερε αντικείμενα, με χαρακτηριστικότερα τα σερβίτσια για το τσάι, που δεν περνούν απαρατήρητα λόγω των όμορφων, περίτεχνων και κλασικών σχεδίων τους. Αυτό, βέβαια, που παρατηρούν οι θεατές πρώτα και μπαίνουν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα της ταινίας είναι τα ρούχα. Ενδυματολόγος είναι η Mercè Paloma. Και αυτό που θεωρώ ακόμα σπουδαιότερο είναι η διαφορά ανάμεσα στο ντύσιμο και γενικότερα στην εμφάνιση μεταξύ μιας γυναίκας που ζει στην επαρχία και σε μια που ζει στην πόλη την ίδια χρονική περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει μια σκηνή που η Florence με πρόχειρα πιασμένα τα μαλλιά της και με σκουρόχρωμα και ζεστά ρούχα για να προφυλάσσεται από το κρύο κάθεται δίπλα και συζητά με μια κοπέλα από το Λονδίνο, που είχε ένα εντυπωσιακό χτένισμα και τα ρούχα της ήταν ανοιχτόχρωμα, προσεκτικά συνδυασμένα μεταξύ τους και είχαν όμορφα σχέδια πάνω τους.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι γίνονται σημαντικές λογοτεχνικές αναφορές, γεγονός αναμενόμενο, καθώς όλη η ταινία έχει ένα βιβλιοπωλείο ως επίκεντρο της ιστορίας. Θα είναι καλό ο θεατής να γνωρίζει τα βασικά για το σκάνδαλο που προκάλεσε το βιβλίο του Vladimir Nabokov, Lolita, όταν κυκλοφόρησε και γιατί. Αλλά ακόμα και αν δεν το γνωρίζει, σπουδαίοι συγγραφείς και βιβλία παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο, που δίνουν το ερέθισμα, ώστε ο θεατής να τα αναζητήσει ύστερα μόνος του.
Συμπερασματικά, η ταινία The Bookshop δίνει πολλά ερεθίσματα όχι μόνο για την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων αλλά και για σκέψη ως προς την ανθρώπινη φύση και μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος είτε για να ικανοποιήσει ανθρώπους με δύναμη είτε για να αποκτήσει ο ίδιος δύναμη. Αλλά θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι αν δεν σου αρέσουν οι δραματικές ταινίες, τότε ίσως να μην ευχαριστηθείς ούτε την συγκεκριμένη ταινία.