Και η σημερινή ταινία διεκδικεί την κατάκτηση ενός χρυσού αγαλματιδίου Oscar στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Α’ και Β’ γυναικείου ρόλου και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Το αν τα καταφέρει ή όχι είναι ελάσσονος σημασίας από την στιγμή που έχει καταφέρει κάτι υψηλότερο: το να αντιληφθεί και να αναπαραστήσει την ουσία της έφηβης ψυχής σε διάφορες μορφές της.
Η Christine McPherson ή Lady Bird (Saoirse Ronan), όπως προτιμάει να την αποκαλούν, είναι 17 χρονών και περιμένει πώς και πώς να φύγει από το Sacremento, όπου έχει περάσει όλη της την ζωή και να φοιτήσει σε ένα πανεπιστήμιο στην Νέα Υόρκη. Όμως, τα απαιτητικά κριτήρια εισαγωγής και τα υψηλά δίδακτρα των πανεπιστημίων αυτών κάνουν το όνειρο αυτό μακρινό και απρόσιτο. Ο πατέρας της, Larry (Tracy Letts) υποστηρίζει τις φιλοδοξίες της κόρης του, αλλά η σύζυγός του, Marion (Laurie Metcalf) αναγνωρίζοντας το πόσο δύσκολα τα βγάζουν πέρα από οικονομικής απόψεως προτρέπει την κόρη της να πάει σε κάποιο τοπικό πανεπιστήμιο. Στην διάρκεια της διαδικασίας της επιλογής και της αναμονής για τα αποτελέσματα των κολεγίων, η Lady Bird έχει να αντιμετωπίσει την περίπλοκη σχέση με την μητέρα της, την ανάπτυξη και την διατήρηση ερωτικών και φιλικών σχέσεων και γενικά να γνωρίσει και να αναπτυχθεί σαν άνθρωπος.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας είναι η Greta Gerwig. Οι σκηνοθετικές τεχνικές που χρησιμοποίησε είναι πολύ διακριτικές και δεν αποσπούν τον θεατή από την πλοκή και την εξέλιξή της. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί και για το μοντάζ που έκανε ο Nick Houy, καθώς στοχεύει στο να βοηθήσει τον θεατή να ερμηνεύσει την ταινία και όχι στο να τον εντυπωσιάσει. Στην αρχή της ταινίας, πρόσεξε τις σκηνές που έχουν επιλεχθεί ενώ παρουσιάζονται τα ονόματα των συντελεστών, γιατί βλέπουμε για πρώτη φορά πρόσωπα που θα συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά και σημαντικές ενέργειες που θα επαναληφθούν και στην συνέχεια, όπως είναι οι προσευχές στην εκκλησία. Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι βλέπουμε πώς ανεβαίνει μία θεατρική παράσταση: τις οντισιόν, τις θεατρικές ασκήσεις, τις πρόβες, τους ηθοποιούς στα καμαρίνια να ετοιμάζονται αλλά και όλους μαζί δευτερόλεπτα πριν την έναρξη της παράστασης, κατά την διάρκεια της παράστασης και τους πανηγυρισμούς μετά το τέλος της παράστασης.
Συνεχίζοντας με το σενάριο, όπως φαίνεται και από την περιγραφή πιο πάνω, πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης. Με πολύ ρεαλιστικό τρόπο παρακολουθούμε πως η επαναστάτρια και με έντονο ταμπεραμέντο Lady Bird ωριμάζει μέσα από τις διαδικασίες του να αποφασίσει και να πράξει για φτιάξει το μέλλον της όπως αυτή επιθυμεί και κρατώντας στην ζωή της αξιόλογους και αληθινούς ανθρώπους. Το στοιχείο που προσωπικά θεωρώ ότι αποδεικνύει ότι το σενάριο είναι καλογραμμένο και προσεγμένο είναι ότι πράγματα που λέγονται στην αρχή της ταινίας και φαίνονται ασήμαντα ή περιπαιχτικά επανέρχονται στην επιφάνεια αργότερα δίνοντας μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη ερμηνεία για την ύπαρξή τους, όπως ότι η Lady Bird προτιμάει ο πατέρας της να την αφήνει με το αυτοκίνητο ένα τετράγωνο πριν από το σχολείο όχι γιατί της αρέσει να περπατάει, αλλά γιατί ντρέπεται για την πενιχρή οικονομική τους κατάσταση. Ένα ακόμα θετικό στοιχείο είναι ότι όλοι οι χαρακτήρες έχουν ξεχωριστές προσωπικότητες με διαφορετικά προσωπικά προβλήματα χωρίς να υπάρχουν μόνο και μόνο για να λειτουργούν ως μέτρο σύγκρισης με την πρωταγωνίστρια-ηρωίδα. Το μεγάλο, όμως, αυτό θετικό μετατρέπεται σε αρνητικό, επειδή μας έχει εισάγει σε πολλές ιστορίες, όπως αυτή του Danny (Lucas Hedges), που είναι το αγόρι της Lady Bird και της κολλητής της, της Julie (Beanie Feldstein), χωρίς όμως στο τέλος να μας ενημερώνει για το πώς συνεχίστηκε η ζωή τους. Ένα ακόμα αρνητικό είναι το ότι δεν εξηγείται πουθενά πότε και γιατί η Christine αποφάσισε να την αποκαλούν Lady Bird.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους συντελεστές, αξίζει να σημειωθεί το όνομα της Traci Spadorcia, η οποία είναι υπεύθυνη για την διακόσμηση των σκηνικών, καθώς ιδιαίτερα το δωμάτιο της Lady Bird αντανακλά άριστα την προσωπικότητά της, αφού είναι ροζ, ακατάστατο και με όλους τους τοίχους καλυμμένους όχι μόνο με αφίσες, αλλά και με πράγματα που έχει γράψει η ίδια. Επίσης, το όνομα της April Napier, της σχεδιάστριας των ρούχων αξίζει να αναφερθεί, γιατί σίγουρα οι στολές που φορούν στο σχολείο, αλλά και τα καθημερινά τους ρούχα θα τραβήξουν την προσοχή σου και ίσως σε ωθήσουν στο να αρχίσεις να ντύνεσαι σύμφωνα με τις τάσεις που κυριαρχούσαν το 2000, και συγκεκριμένα το 2002, όταν δηλαδή συμβαίνουν τα γεγονότα που παρακολουθούμε. Από τους ηθοποιούς, η Saoirse Ronan είναι υποψήφια για το βραβείο Oscar στην κατηγορία Α’ γυναικείου ρόλου και η Laurie Metcalf στην κατηγορία Β’ γυναικείου ρόλου γεγονός που αποδεικνύει την άριστη δουλειά τους. Εγώ θα ήθελα να τραβήξω την προσοχή και στην Beanie Feldstein, η οποία καταφέρνει καταπληκτικά να προβάλλει την ντροπαλή, την ευαίσθητη, την χιουμοριστική, την γεμάτη αυτοπεποίθηση και την ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της πλευρά που συνδυάζει ο χαρακτήρας της.
Συμπέρασμα; Η ταινία Lady Bird μπορεί να “μιλήσει” σε όλους όσους περνούν ή έχουν περάσει από τα εφηβικά χρόνια και προσπαθούν να βρουν τον κατάλληλο για αυτούς δρόμο. Παράλληλα με αυτό το μονοπάτι ασχολείται και με άλλα σοβαρά και διαχρονικά ζητήματα, όπως είναι η σχέση μεταξύ των γονέων και των παιδιών, κυρίως βέβαια μεταξύ μητέρας και κόρης, με την ομοφυλοφιλία, με τον έρωτα, την φιλία, την κατάθλιψη, τον θεό, την ταυτότητα και πολλά άλλα, δυστυχώς χωρίς να καταφέρνει να εμβαθύνει σε όλα, αλλά μένοντας πιστή και προβάλλοντας ένα άκρως ρεαλιστικό και ανθρώπινο σύνολο διαφορετικών πορτρέτων. Με άλλα λόγια, δες την Lady Bird.