Μια σχετικά άγνωστη ιστορία κατασκοπείας στους τελευταίους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με πρωταγωνιστές έναν αδιανόητης ευφυίας Αμερικανό παίχτη του μπέιζμπολ κι έναν φημισμένο Γερμανό επιστήμονα, επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος των Ναζί, είναι το θέμα αυτής της ταινίας που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες στους κινηματογράφους.
The Catcher Was a Spy (2018) – Βιογραφικό δράμα κατασκοπείας, 98΄
Σκηνοθεσία: Ben Lewin
Σενάριο: Robert Rodat
Πρωταγωνιστούν: Paul Rudd, Mark Strong, Sienna Miller
Η ιστορία του Moe Berg, ενός ανθρώπου με εκπληκτική ευφυία και γνώσεις, στον οποίο ανατέθηκε από την Αμερικανική υπηρεσία κατασκοπείας να διαπιστώσει αν οι Ναζί ήταν κοντά στην κατασκευή πυρηνικών όπλων και, αν ναι, να δολοφονήσει τον επιστήμονα επικεφαλής του προγράμματος.
Βλέποντας την ταινία και διαβάζοντας τη βιογραφία του Moe Berg (Rudd), διαπιστώνεις εύκολα πως ο τύπος δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Όπως αναφέρει δηκτικά και η σύντροφός του (Miller), είναι «ό,τι πιο αντίθετο από το συνηθισμένο». Απόφοιτος του φημισμένου Princeton με κοφτερό μυαλό, φωτογραφική μνήμη και αντίληψη, ήξερε καλά 7 γλώσσες (και λίγο από μερικές ακόμα) κι εντυπωσίαζε τους πάντες με τις γνώσεις και το χάρισμά του. Αντί να το εκμεταλλευτεί, ωστόσο, επαγγελματικά, προτίμησε ν΄ασχοληθεί με το… μπέιζμπολ, στο οποίο ήταν μεν καλός αλλά ποτέ δεν έγινε σταρ.
Τα προσόντα του Berg, ωστόσο, τέθηκαν τελικά στην υπηρεσία των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στην πιο δύσκολη ώρα του πλανήτη: στο απόγειο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μαζί μ΄ένα γνωστό επιστήμονα κι έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, αποστολή τους ήταν να μάθουν όσα μπορούν για το ναζιστικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Μέχρι να μπει «στο ψητό» (την αποστολή του Berg), η ταινία αναλώνεται ελαφρώς στο να παρουσιάζει τον εκκεντρικό, μυστηριώδη κεντρικό της χαρακτήρα, από τις επιδόσεις του στα γήπεδα του μπέιζμπολ μέχρι την προσωπική του ζωή κι ένα κρίσιμο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ταξίδι στην Ιαπωνία. Η στιβαρή ερμηνεία του Rudd καθιστά αυτό το πρώτο μισό της ταινίας ενδιαφέρον, ωστόσο προσωπική μου άποψη είναι πως ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να έχει επιμείνει λιγότερο σε κάποια στοιχεία γύρω από τη ζωή του Berg τα οποία φαίνεται πως υπάρχουν χωρίς να προσθέτουν κάτι ουσιαστικό.
Το δεύτερο μέρος, με το ταξίδι του Berg στην εμπόλεμη Ευρώπη, το ξετύλιγμα του κουβαριού του ναζιστικού πυρηνικού προγράμματος και το φινάλε, με τη συνάντηση του catcher-κατασκόπου με τον φημισμένο φυσικό Werner Heisenberg (αρχή της αβεβαιότητας), αποζημιώνει σαφώς περισσότερο. Ειδικά αν δεν τύχει να γνωρίζεις τι έγινε στην πραγματικότητα, το σασπένς και η αγωνία προς το τέλος φτάνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Φυσικά η ταινία παρεκκλίνει, όπως συνηθίζεται, σε αρκετά σημεία από την πραγματική ιστορία και στερείται κάπως ρεαλισμού στο σενάριο, ενώ αποτυγχάνει να σε βάλει και στο ομιχλώδες τοπίο του πολέμου, της κατασκοπείας και των πυρηνικών όπλων, αγγίζοντάς τα όλα επιφανειακά. Πλεονέκτημά της, βέβαια, ότι λίγος κόσμος γνωρίζει την ιστορία κι έτσι η έλλειψη ρεαλισμού δε «χτυπάει» τόσο άσχημα, ωστόσο δεν αποτελεί δικαιολογία. Πλην του Rudd, κανείς ηθοποιός δεν έχει ευκαιρία ν΄αναδείξει το ταλέντο του, πλην του πολύπειρου Mark Strong (Σέρλοκ Χολμς, Το Παιχνίδι της Μίμησης, Kingsman), στο ρόλο του Heisenberg, ο οποίος όμως εμφανίζεται μόνο λίγα λεπτά στο φινάλε.
Ο catcher ήταν κατάσκοπος λοιπόν, κι η ταινία είναι μια ενδιαφέρουσα αφήγηση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας την οποία αρκετοί δε γνωρίζουν. Είχε τις δυνατότητες να είναι ακόμα καλύτερο, αλλά η σκηνοθεσία φαντάζει υπερβολικά ρηχή κι επιφανειακή. Παρ΄όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου αξίζει μια ματιά, ειδικά για όσους αρέσκονται στο κόνσεπτ «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος».
Βαθμολογία: 7/10