Η περσινή νικήτρια του Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες, μια ταινία που αποθεώθηκε, μεταξύ άλλων, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, που στηλιτεύει με γλυκόπικρο τρόπο τη φτώχεια και τις δυσκολίες που κρύβονται πίσω από τη λαμπερή ρεκλάμα της κοινωνίας του Τόκιο.
Κλέφτες Καταστημάτων (Manbiki Kazoku, 2018)
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Hirokazu Kore-eda
Πρωταγωνιστούν: Lily Franky, Sakura Ando, Mayu Matsuoka
Στις φτωχογειτονιές της ιαπωνικής πρωτεύουσας, μια ετερόκλητη «οικογένεια», χωρίς βιολογικούς συγγενικούς δεσμούς, προσπαθεί να επιβιώσει κλέβοντας φαγητό από πολυκαταστήματα, καθώς και με άλλες μικροκομπίνες.
Όταν ακούμε ή βλέπουμε για τη σύγχρονη Ιαπωνία, και ειδικά για το Τόκιο, την πολυπλυθέστερη πόλη στον πλανήτη, το μυαλό πάει αμέσως σε μια υπερανεπτυγμένη, πυκνοκατοικημένη κοινωνία με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ζωής, την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, πλούτο, δουλειά, πειθαρχία και χαλαρές κοινωνικές δομές, καθώς οι Ιάπωνες δε φημίζονται για την κοινωνικότητα και το συναισθηματισμό τους. Ο πολυβραβευμένος –ειδικά στην Ασία- σκηνοθέτης Hirokazu Kore-eda, για τον οποίο έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, αποφάσισε εδώ να μας δείξει και την άλλη πλευρά της μεγαλούπολης, την αθέατη, την αντίθετη: εκεί που λεφτά και ανέσεις δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχουν ισχυροί κοινωνικοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη.
Ήρωες της ιστορίας μας είναι τα μέλη μιας «οικογένειας», εντός εισαγωγικών, καθώς τα μέλη της δε συνδέονται με βιολογικούς δεσμούς, αλλά τους ένωσε η μοίρα και η αδυναμία τους –για διάφορους λόγους- να ζήσουν εκτός περιθωρίου. Μικροί μεγάλοι, όλοι από κάτι ξέφυγαν για να βρεθούν στις φτωχογειτονιές του Τόκιο και να επιβιώνουν με κομπίνες. Κλέβουν τρόφιμα από σούπερ μάρκετ, εισπράττουν συντάξεις και επιδόματα χωρίς να τα δικαιούνται, κρύβουν μυστικά από το παρελθόν τους, αλλά δείχνουν βαθιά αγάπη και αλληλεγγύη ο ένας για τον άλλο, καθώς και για οποιονδήποτε χρειάζεται τη βοήθειά τους. Με λίγα λόγια, θυμίζουν περισσότερο… Έλληνες, παρά κατοίκους του Τόκιο.
Η ιστορία κυλάει με αργό, τυπικό για τα δεδομένα του ασιατικού κινηματογράφου, ρυθμό, με το σκηνοθέτη να δείχνει διάφορα περιστατικά και καταστάσεις της ιδιαίτερης αυτής οικογένειας και τις περισσότερες σοβαρές εξελίξεις να έρχονται προς το φινάλε. Το κλίμα είναι σχετικά ανάλαφρο αλλά γλυκόπικρο, με τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν να κρύψουν τα προβλήματά τους κάτω απ΄το χαλί και να εφαρμόσουν το ρητό «η φτώχεια θέλει καλοπέραση».
Οι χαρακτήρες είναι πολύ ανθρώπινοι, με τις αρετές και τις αδυναμίες τους, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Γνωρίζουν πως ο τρόπος επιβίωσής τους είναι κόντρα στους νόμους, αλλά λίγο η συνήθεια, λίγο η αδυναμία τους να επανενταχθούν στη «φυσιολογική» (αλλά συχνά πιο σκληρή κι απρόσωπη από τη μικρή, κλειστή δική τους) κοινωνία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, μένουν και το παλεύουν με ό,τι έχουν στα χέρια τους. Εξίσου γλυκόπικρο και το φινάλε, όπου επέρχεται η πάσης φύσεως κάθαρση για τον καθένα ξεχωριστά αλλά και ως σύνολο.
Ακροβατώντας λοιπόν ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, η ταινία μας χαρίζει ωραίες στιγμές, ανθρώπινες, καθημερινές, ανέμελες, χωρίς όμως να αμελεί και το σοβαρό της πρόσωπο: τη φτώχεια, την ανέχεια, την εγκατάλειψη, το έγκλημα. Ο Kore-eda δεν προσπαθεί ούτε να επαινέσει ούτε να ψέξει τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής που έχουν επιλέξει (ίσως κι αυτό εντός εισαγωγικών, καθώς είναι ερώτημα κατά πόσο ήταν όντως επιλογή τους) οι πρωταγωνιστές του, παρά μόνο να τον αναδείξει και να τον αντιπαραθέσει με τους τρελούς ρυθμούς και την ανάπτυξη με την οποία έχουμε όλοι λίγο πολύ συνδέσει την πόλη στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία.
Ένας από τους καλύτερους Ασιάτες σκηνοθέτες της σύγχρονης εποχής έφτιαξε μια από τις καλύτερες και πιο συγκινητικές ασιατικές ταινίες της σύγχρονης εποχής και δικαίως βραβεύτηκε παντού κι έλαβε τα εύσημα τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας. Μια ταινία που αγγίζει συναισθηματικά το θεατή ανεξαρτήτως των καταβολών του, ελαφρώς αργή και κουραστική αλλά σε αποζημιώνει με τη ζεστασιά και την ανθρωπιά που αποπνέει.
Βαθμολογία: 7,5/10