Του έχει δοθεί ο τίτλος του πιο σεβαστού μυθιστορήματος του προηγούμενου αιώνα και όχι αδίκως. Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προύστ αποτελεί σταθμό, όχι μόνο στην ιστορία της μοντέρνας λογοτεχνίας ή των γαλλικών γραμμάτων αλλά και στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για ένα έργο που αποτελείται από επτά τόμους εκ των οποίων οι τελευταίοι τρεις δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν λόγω της απώλειας του συγγραφέα. Τα τελευταία δεκατρία έτη της ζωή του (1909-1922), ο Προύστ καταπιάστηκε με το μεγαλόπνοο αυτό έργο και κατάφερε, δυστυχώς, να ολοκληρώσει μόνο τα τέσσερα βιβλία.
Το κορυφαίο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προύστ χτίζεται και ξεδιπλώνεται ολόκληρο επάνω σε μία λειτουργία, εκείνη της μνήμης. Η μνήμη και ο τρόπος που λειτουργεί και καθορίζει την ανθρώπινη ζωή, σκέψη και δράση αποτελεί ένα από τα κορυφαία και τα πιο συναρπαστικά πεδία προβληματισμού του νεωτερικού ανθρώπου. Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο εισάγει τον αναγνώστη στο φαινόμενο που ονομάστηκε “στιγμή του Προύστ” και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της ψυχολογίας και όχι μόνο. Το μυθιστόρημα φαίνεται να βασίζεται στη λειτουργία της ακούσιας μνήμης, της περίπτωσης δηλαδή κατά την οποία ένα εξωτερικό αισθητικό ερέθισμα ανασύρει αναμνήσεις, χαμένες στο παρελθόν, τις οποίες το υποκείμενο δεν είχε καμία πρόθεση να ανασύρει.
Με ανάλογο τρόπο, ο πρωταγωνιστής του έργου βυθίζεται μέσα στο χάος των αναμνήσεων, δαγκώνοντας λίγη από τη λαχταριστή μαντλέν του:
«Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν (σ.σ. είδος γαλλικού κέικ) που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ’ την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου ’χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ· ίσως γιατί, έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ’ άλλες πιο πρόσφατες, ίσως γιατί, απ’ αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ’ τη μνήμη, δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί· οι μορφές -κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ’ τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του- είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση».
Η μνήμη αποτελεί στον κόσμο του Προύστ μία λειτουργία που μπορεί μεν να δράσει ακούσια, χωρίς τον έλεγχο του υποκειμένου, μπορεί ωστόσο και να χρησιμοποιηθεί από το άτομο, το οποίο θα βασιστεί στην λειτουργία των αισθήσεων και την επίδραση των ερεθισμάτων για να βρει στην ίδια του τη μνήμη το φάρμακο ενάντια στον πόνο, την απουσία, την προδοσία και την απώλεια. Άλλωστε, όπως προκύπτει μέσα από την ανάγνωση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, η ικανότητα επέμβασης στην διαδικασία μετατροπής της εμπειρίας σε ανάμνηση είναι εκείνη που καθιστά το κάθε υποκείμενο μία καλλιτεχνική ιδιοφυΐα.
Για τον αναγνώστη, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποτελεί σαφέστατα μία ανεπανάληπτη αναγνωστική εμπειρία μα και εμπειρία ζωής. Παρά τον σημαντικό όγκο του, διαβάζεται τόσο γρήγορα και απολαυστικά, όσο γρήγορα και απολαυστικά πραγματοποιείται ένα ταξίδι στις παιδικές αναμνήσεις, την ώρα που δαγκώνουμε το αγαπημένο μας γλυκό!