Τα όνειρα και η επίδραση τους είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Επομένως, η ένταξή τους σε διάφορους τομείς, όπως και στην τέχνη, προκύπτει φυσικά. Η ποικιλία στον χειρισμό και τη μορφή του ονείρου αλλά και το ενδιαφέρον που προκαλεί προσέφεραν πολλές δυνατότητες και στους λογοτεχνικούς συγγραφείς, χαρίζοντάς στο όνειρο μια σημαντική θέση στην λογοτεχνία, η οποία αξίζει μελετηθεί διαχρονικά. Έτσι, το σημερινό άρθρο θα αποτελέσει την εισαγωγή μιας σειράς κειμένων που θα αφορούν στο λογοτεχνικό όνειρο.
Μια γρήγορη ματιά στις αντιλήψεις για το ονείρο στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο.
Το όνειρο απασχολούσε την ανθρωπότητα από τα προϊστορικά χρόνια. Κατάλοιπα αυτής της ενασχόλησης φαίνονται στα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, στην αρχαία Ελλάδα τα όνειρα είτε αντιμετωπίζονταν ως δίαυλος επικοινωνίας θεών και ανθρώπων, ως ο τρόπος που οι θεοί θα φανέρωναν τα μελλούμενα στους θνητούς ή θα γεννούσαν την επιθυμία, είτε απλά ως μια διεργασία της ψυχής που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη σωματικών ασθενειών. Μετά τον 2ο αι μ.χ. ο Αρτεμίδωρος αποτέλεσε τον πιο σημαντικό μελετητή του ονείρου και προσέφερε το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο για τη μελέτη των ονείρων, τα Ονειροκριτικά. Το σύνθεμα αυτό αποτελείται από πέντε βιβλία και είναι ένα λεξικό των ονείρων που συσχετίζει τα όνειρα, τις ερμηνείες τους και τα σχετικά με αυτά γεγονότα της εν εγρήγορση ζωής.
Όνειρο και ψυχανάλυση.
Αιώνες αργότερα, ο Φρόυντ αναγνώρισε το ενδιαφέρον και την χρησιμότητα των ονείρων στην ψυχιατρική. Μέσω της ψυχανάλυσης συνέχισε, κατά κάποιο τρόπο, το νήμα των αρχαίων Ελλήνων αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όνειρα αποτελούν την εκπλήρωση μιας επιθυμίας και ότι μπορεί να προκαλούνται από αυτήν. Έτσι, ο Φρόυντ αποτέλεσε τον πρώτο από τους σύγχρονους επιστήμονες που θεώρησε ότι το όνειρο αποτελεί ένα ψυχικό φαινόμενο και ότι επιδέχεται ερμηνείας. Για την ερμηνεία των ονείρων και την αξιοποίηση τους στην ψυχαναλυτική διαδικασία ο Φρούντ εμπλέκει και τον ονειρευόμενο στην διαδικασία με το να του ζητά την αφήγηση του ονείρου και τους συνειρμούς του που προκύπτουν από αυτήν. Η πορεία ήταν η ακόλουθη: ο ψυχαναλυτής ξεκινούσε την μελέτη του από το έκδηλο περιεχόμενο της αφήγησης του ασθενή και οδηγούταν στο λανθάνον περιεχόμενο, δηλαδή στα ερεθίσματα του ονείρου και στο βίωμα που αποτέλεσε το υλικό του ονείρου, βασιζόμενος στους ονειρικούς μηχανισμούς και την ψυχαναλυτική θεωρία.
Μερικές διευκρινήσεις για την θεωρία του Φρόυντ.
Για να γίνει πιο κατανοητή η παραπάνω προσέγγιση χρειάζονται μερικές διευκρινήσεις. Αρχικά, τα ερεθίσματα του ονείρου, κατά τον Φρόυντ, χωρίζονται σε εξωτερικά και εσωτερικά ερεθίσματα. Τόσο σε αυτά που προκαλούνται από κάποιο όργανο γενικά ή με αισθητήρια λειτουργία, όσο και σε αυτά που είναι αποτέλεσμα της ψυχολογίας. Για παράδειγμα, κάποιος που ακούει στον ύπνο του το ξυπνητήρι να χτυπάει μπορεί με αφορμή αυτό τον ήχο να ονειρευτεί ότι χτυπάει το κουδούνι του σχολείου.
Επίσης, τα εργαλεία της ονειρικής λειτουργίας που αξιοποιούνται για την ερμηνεία των ονείρων, κατά των Φρούντ, είναι τέσσερα. Το πρώτο είναι η συμπύκνωση. Αυτή γεφυρώνει το έκδηλο με το λανθάνον περιεχόμενο και με αυτήν μια αναπαράσταση του ονείρου μπορεί να έχει πολλές συνειρμικές αλυσίδες. Δηλαδή, αν κάποιος ονειρευτεί για παράδειγμα μια σκάλα αυτή μπορεί να συμβολίζει την ανέλιξη του σε κάποιον τομέα ή απλά να προκύπτει από κάποια ανάμνησή του. Το δεύτερο εργαλείο είναι η μετάθεση. Η οποία επιτυγχάνει την αλλαγή στην ψυχική τιμή ενός συμβάντος. Δηλαδή, ένα τραυματικό παιδικό βίωμα μπορεί να εμφανίζεται στο όνειρο κάποιου ως κάτι ασήμαντο ή κωμικό ώστε να εκτονωθεί το ψυχικό βάρος που προκαλεί το βιώμα. Το τρίτο εργαλείο είναι η μέριμνα για την παραστασιμότητα, δηλαδή οι ονειρικές σκέψεις οφείλουν να υποβάλλονται σε διαδικασία επιλογής και αναπαράστασής τους σε ονειρικές εικόνες. Ενώ τέλος, το τέταρτο εργαλείο είναι η δευτερογενής επεξεργασία που προσφέρει μια λογική ροή του ονείρου και το καθιστά κατανοητό.