Μια από τις πρώτες αξιοσημείωτες παραγωγές της νέας χρονιάς (με τη σφραγίδα, φυσικά, του Netflix) μας ταξιδεύει στην Ινδία, τη χώρα όπου όλα είναι… μεγάλα. Ο πληθυσμός της, οι αποστάσεις, ο πλούτος. Απλώς ο τελευταίος είναι συγκεντρωμένος στα χέρια – πολύ – λίγων, με αποτέλεσμα εκατομμύρια μη προνομιούχοι να ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο δουλεία παρά την αναπτυσσόμενη οικονομία που διαφημίζουν οι Ινδοί ότι τους χαρακτηρίζει. Την ιστορία ενός τέτοιου, μη προνομιούχου Ινδού που άλλαξε στρατόπεδο μέσα από πολλές περιπέτειες και ανατροπές αφηγείται ο Λευκός Τίγρης, ένα κοινωνικό δράμα που ακροβατεί μεταξύ των οσκαρικών φιλμ παρόμοιας θεματολογίας Slumdog Millionaire και Παράσιτα, φιλοδοξώντας να τα συναγωνιστεί και σε ποιότητα.
Ο Λευκός Τίγρης (The White Tiger, 2021) – Κοινωνικό δράμα, 127΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Rahim Bahrani
Πρωταγωνιστούν: Adarsh Gourav, Rajkummar Rao, Priyanka Chopra
Το 2010, ένας πλούσιος Ινδός επιχειρηματίας αφηγείται, μέσω ενός e-mail προς τον πρωθυπουργό της Κίνας, τη μοναδική ιστορία ανέλιξής του από τη φτώχεια του εξαθλιωμένου χωριού στο οποίο μεγάλωσε, σκιαγραφώντας και στηλιτεύοντας παράλληλα το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της χώρας του.
Το 2008 είχε κυκλοφορήσει η ταινία Slumdog Millionaire, η οποία στηλίτευε – μ΄ έναν κάπως ανάλαφρο είναι η αλήθεια τρόπο – τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Ινδίας, με τις τεράστιες ανισότητες, την εκμετάλλευση, την παιδική εργασία, την κακοποίηση και την αδυναμία των εκατομμυρίων φτωχών Ινδών να ξεφύγουν κάπως από τον φαύλο κύκλο της ανέχειας και της καταπίεσης. Στην ταινία εκείνη, ο πρωταγωνιστής ξεφεύγει τελικά… κερδίζοντας ένα τηλεπαιχνίδι (κάτι που αναφέρεται στο Λευκό Τίγρη στοχευμένα ως μη ρεαλιστικό). Σε τούτη εδώ, το κάνει με κάπως πιο σκοτεινό και μυστηριώδη τρόπο, που ξετυλίγεται σαν κουβάρι ενώ τον βλέπουμε να έχει φτάσει ήδη στην κορυφή.
Ο (αντι) ήρωας της ιστορίας μας είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας στην πόλη Μπανγκαλόρ της Ινδίας ο οποίος αφηγείται, μέσω e-mail, στον Κινέζο πρωθυπουργό (κάπως άστοχη η επιλογή, ή μάλλον χωρίς να δικαιολογείται κάπως), τη διαδρομή του από τα αλώνια στα σαλόνια. Ξεκίνησε από ένα από τα εκατομμύρια εξαθλιωμένα χωριά της χώρας, όπου παρά την καταπίεση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, πιστεύει πως θα τα καταφέρει, γιατί έχει κάτι που οι υπόλοιποι δεν έχουν, είναι μοναδικός (λευκός τίγρης, όπως του έχουν πει, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας).
Για να το πετύχει, κατορθώνει μ΄ έναν τρόπο που θυμίζει Παράσιτα να προσληφθεί ως δεύτερος οδηγός στην οικογένεια των πλούσιων εκμεταλλευτών της περιοχής. Ο πατριάρχης της οικογένειας και ο ένας γιος είναι άξεστοι, βίαιοι και ταπεινωτικοί προς τους υπηρέτες τους, στους οποίους συμπεριφέρονται σαν να είναι περισσότερο σκλάβοι και λιγότερο εργαζόμενοι, σύμφωνα με το σύστημα κοινωνικών και οικονομικών αξιών της Ινδίας. Ο φίλος μας, ωστόσο, αναλαμβάνει τον έτερο γιο, ο οποίος είναι σπουδασμένος στη Νέα Υόρκη, με γυναίκα που μεγάλωσε στην Αμερική, με δυτικές ιδέες και του συμπεριφέρεται, αν μη τι άλλο, σαν άνθρωπος. Η σχέση τους αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική και ο πανούργος πια σοφέρ σκέφτεται τον τρόπο με τον οποίο θα αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Αναφέρθηκα δις στην ομοιότητα του σεναρίου της ταινίας με τα Παράσιτα, και θα το αναλύσω λίγο παραπάνω. Στην αριστουργηματική πολυβραβευμένη κορεατική ταινία που αγαπήσαμε λίγο πριν την πανδημία, ξεδιπλώνονται οι χαοτικές διαφορές μεταξύ προνομιούχων και μη, εξετάζεται η περίπτωση παρείσφρησης χαρακτήρων που ανήκουν σε μία τάξη στην πραγματικότητα της άλλης καθώς και η δυναμική που αναπτύσσεται στη σχέση μεταξύ των ομάδων όταν τα μέλη της προνομιούχου ομάδας είναι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, συγκαταβατικοί, ευγενικοί και δεκτικοί, παραμένουν όμως υπερόπτες και φροντίζουν να υπενθυμίζουν τις αποστάσεις στους “πληβείους” υπαλλήλους τους. Όπως και ο πάτερ φαμίλιας στα Παράσιτα, έτσι και το “δυτικοποιημένο” ζευγάρι εδώ συμπεριφέρεται στους βοηθούς του ανθρώπινα, φιλικά και ασύγκριτα καλύτερα σε σχέση με τους οπισθοδρομικούς συγγενείς του, ωστόσο η απόσταση παραμένει και κινδυνεύει ξανά να αποδειχθεί μοιραία για όλους.
Οι ιδιαιτερότητες και η υποκρισία της ινδικής κοινωνίας βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, με αρκετούς κριτικούς είτε από την ίδια τη χώρα είτε γνώστες της να κατηγορούν το σενάριο για χρήση υπερβολικών κλισέ στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που περιγράφει. Δυστυχώς, προσωπικά δε γνωρίζω αρκετές λεπτομέρειες για να εκφέρω άποψη επί τούτου, ωστόσο οι αποδείξεις πως το γενικό πλαίσιο που απεικονίζει η ταινία ταιριάζει με τη σύγχρονη πραγματικότητα στη δεύτερη μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα του κόσμου είναι αναρίθμητες. Ίσως υπάρχουν υπερβολές και γενικεύσεις, εξάλλου το αδύναμο σημείο του κατά τ΄ άλλα καλοδουλεμένου και ρεαλιστικού σεναρίου είναι ότι ορισμένες φορές “τραβάει” τις καταστάσεις και τα γεγονότα, ενίοτε χρησιμοποιώντας έξυπνο μαύρο χιούμορ, αλλά κατά τα φαινόμενα το κάνει προκειμένου να γίνει πιο επεξηγηματικό και προφανές στο μέσο θεατή.
Το γεγονός ότι η ταινία κατορθώνει να συνδυάσει τις ιδέες από τα οσκαρικά Slumdog Millionaire και Παράσιτα δε συνεπάγεται, δυστυχώς, ότι φτάνει κιόλας στο πολύ υψηλό επίπεδό τους. Το σενάριο, αν και έξυπνο και καλογραμμένο, παρουσιάζει ενίοτε κενά, λογικά άλματα, υπεραπλουστεύσεις, δεν αποφεύγει τα κλισέ στην αντιπαράθεση πλουσίων – φτωχών και ανατολής – δύσης, ενώ τερματίζει μάλλον απότομα. Εξιλεώνεται, ωστόσο, καθώς πετυχαίνει τους βασικούς του στόχους αναπτυσσόμενο σωστά στους άξονες που το ίδιο ανοίγει, ενώ το στηρίζει μια έξοχη, στιβαρή και αποκαλυπτική σκηνοθεσία, που σε βάζει αμέσως στο κλίμα και εναλλάσσει εύστοχα ταχύτητες.
Ο Λευκός Τίγρης είναι μια πολύ έξυπνη ταινία που θίγει με ρεαλιστικό τρόπο σοβαρότατα κοινωνικοοικονομικά θέματα που ταλανίζουν όχι μόνο την Ινδία αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως η φτώχεια, η εκμετάλλευση, η διαφθορά, η υποκρισία και το victim mentality. Δεν είναι αψεγάδιαστη, αφήνει την αίσθηση πως μπορούσε ακόμα καλύτερα αν απέφευγε ορισμένες παγίδες, ωστόσο αποτελεί μια γλαφυρή απεικόνιση της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας, σοβαρή χωρίς να είναι μελοδραματική, ενίοτε αστεία χωρίς να γίνεται γελοία και τραβηγμένη. Ως εκ τούτου, αξίζει σίγουρα μια προβολή.
Βαθμολογία: 7,5/10