Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ταινία που… δεν είναι ταινία. Τουλάχιστον, όχι με την αυστηρή έννοια της λέξης, αν και έχει δικαίωμα συμμετοχής, για παράδειγμα, σε (κάποια) κινηματογραφικά βραβεία. Πρόκειται για μια συρραφή μαγνητοσκοπημένων προβολών ενός από τα πιο επιτυχημένα και πολυσυζητημένα μιούζικαλ στην ιστορία του Broadway, το Χάμιλτον. Προσοχή, όμως, δεν αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του έργου, όπως συνηθίζεται, ούτε ακριβώς κινηματογραφημένη παράσταση με σκοπούς προβολής, αλλά μάλλον κάτι ενδιάμεσο. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της “ταινίας” αυτής.
Χάμιλτον (Hamilton, 2020) – Μιούζικαλ εποχής, 160΄
Σκηνοθεσία: Thomas Kail
Σενάριο: Lin-Manuel Miranda
Πρωταγωνιστούν: Lin-Manuel Miranda, Daveed Diggs, Philippa Soo, Leslie Odom Jr.
Η ιστορία ενός εκ των ιδρυτών των ΗΠΑ, του Αλεξάντερ Χάμιλτον, και μαζί, η γέννηση του αμερικανικού έθνους, ξεδιπλώνεται μ΄ ένα συνδυασμό θεατρικής και σύγχρονης μουσικής, με σχεδόν αποκλειστικά μη λευκούς ηθοποιούς να ενσαρκώνουν τους βασικούς χαρακτήρες.
Η ιδέα που είχε το 2015 ο Πορτορικανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός Λιν-Μανουέλ Μιράντα ήταν κάτι παραπάνω από πρωτότυπη για τα δεδομένα του θεάτρου. Το μιούζικαλ αποτελεί για περισσότερο από έναν αιώνα ίσως το αγαπημένο είδος του αμερικανικού θεατρικού κοινού, ενώ στο είδος δε σπανίζουν τα έργα που δε διαθέτουν καθόλου διαλόγους, κι ολόκληρη η αφήγηση της πλοκής γίνεται με τραγούδια.
Ωστόσο, δε νομίζω πως κανείς στα χρονικά προσπάθησε να εφαρμόσει τις προαναφερθείσες αρχές για να αφηγηθεί ένα τόσο σημαντικό γεγονός όπως η ιστορία ίδρυσης και τα πρώτα χρόνια του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών, στα τέλη του 18ου αιώνα, μέσα από τα μάτια ενός εκ των βασικών συντελεστών της ίδρυσης αυτής, του Αλεξάντερ Χάμιλτον (τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Μιράντα). Ακόμα πιο πρωτοποριακή επιλογή αποτελεί το είδος της μουσικής που επιλέχθηκε, καθώς αντί της καθιερωμένης θεατρικής μουσικής που θα περίμενε κανείς από ένα ιστορικό έργο εποχής, ο Μιράντα επέλεξε μια μίξη της τελευταίας με σύγχρονη ραπ και χιπ-χοπ (είδη στα οποία ειδικεύεται), R&B και σόουλ μουσικής. Και, για να τερματίσει το κοντέρ της καινοτομίας, χρησιμοποίησε αποκλειστικά ηθοποιούς προερχόμενους από εθνικές μειονότητες (Αφροαμερικανοί, ισπανόφωνοι ή και ασιατικής καταγωγής) για να υποδυθούν ιερά τέρατα της ιστορίας των ΗΠΑ όπως ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Τόμας Τζέφερσον και ο Μαρκήσιος Λαφαγέτ. Φανταστείτε κάτι ανάλογο να συνέβαινε στην Ελλάδα…
Ακόμα πιο αξιοσημείωτο από όλες αυτές τις μάλλον παράδοξες ιδέες του Μιράντα είναι πως όλες του βγαίνουν, τόσο μεμονωμένα όσο και σαν σύνολο. Το σλόγκαν του είναι Η Αμερική του τότε, με τα μάτια της Αμερικής του σήμερα, και ακριβώς αυτό είναι η ουσία του Χάμιλτον. Συνδυάζοντας τυπική θεατρική μουσική με σύγχρονα δημοφιλή είδη, κερδίζει νέο κοινό χωρίς να χάσει τους παραδοσιακούς θεατρόφιλους. Τα σκηνικά και η σκηνοθεσία κρατούν την ατμόσφαιρα της εποχής και συνδυάζουν απλότητα και μεγαλοπρέπεια, κάνοντας το σόου όσο χαλαρό και ταυτόχρονα φαντασμαγορικό χρειάζεται. Οι εναλλαγές τόσο στη μουσική όσο και στην πλοκή είναι ιδανικές, η επιλογή των ερμηνευτών-ηθοποιών ιδανική, ενώ κατορθώνει μέσα στην αφήγηση της γέννησης του έθνους των ΗΠΑ να θίξει διαχρονικά πανανθρώπινα θέματα όπως η ελευθερία, ο έρωτας, ο θάνατος, η τιμή, οι σχέσεις των φύλων και των φυλών, η διαφθορά της εξουσίας, η καταπίεση και το νόημα της ζωής. Τέλος, αφηγείται την ιστορία μ΄ έναν τρόπο που μοιάζει κατανοητή κι ευχάριστη στο θεατή που δεν τη γνωρίζει ή/και δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τη μάθει, χωρίς ταυτόχρονα να υποτιμά το ιστορικό βάρος των γεγονότων και να δίνει τροφή για κατηγορίες “ιεροσυλίας” και “διαστρέβλωσης” ανθρώπων και πεπραγμένων που θεωρούνται σχεδόν ιερά για τους Αμερικανούς.
Ανοίγω μια παρένθεση για να εξετάσω το στάτους του Χάμιλτον ως κινηματογραφική ταινία. Δεν αποτελεί τέτοια με την τυπική έννοια του όρου, καθώς δε γυρίστηκε επιπλέον υλικό πέραν των τριών παραστάσεων (το 2016) από τις οποίες αντλεί το υλικό, και οι οποίες υφίστανται επεξεργασία έτσι ώστε να φαίνονται σαν μία που κυλάει κανονικά. Ούτε ντοκιμαντέρ είναι καθώς δεν υπάρχει κάποια ανάλυση του έργου παρά μόνο παράθεση. Ωστόσο, δεν είναι και τυπική περίπτωση μαγνητοσκοπημένης παράστασης, όπως αυτές που βλέπουμε ενίοτε στην τηλεόραση, καθώς υπάρχει μοντάζ, επιλογή λήψεων, στοιχειώδεις σκηνοθετικές τεχνικές, τα πιο αμιγή θεατρικά στοιχεία περιορίζονται όσο το δυνατόν, ενώ η Disney που επιμελήθηκε της όλης προσπάθειας είχε σκοπό να προβάλει το αποτέλεσμα στους κινηματογράφους σαν οποιαδήποτε ταινία, σχέδιο που χάλασε προφανώς λόγω της πανδημίας, κατά συνέπεια το προώθησε στην τύπου Netflix πλατφόρμα της, Disney+. Κλείνει η παρένθεση.
Είναι λογικό να πάθει κανείς ένα πολιτισμικό σοκ έχοντας τη δυνατότητα να δει, έστω και στην οθόνη, μια από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις στην ιστορία του Broadway, καθώς ελάχιστοι από εμάς έχουμε τη δυνατότητα να πεταγόμαστε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη σε κάθε ευκαιρία και να πληρώνουμε το εξωφρενικό ποσό του εισιτηρίου μιας τέτοιας παράστασης. Παρ΄όλα αυτά, έχει τύχει να παρακολουθήσω μαγνητοσκοπημένα αρκετές υψηλού επιπέδου παραστάσεις από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς και τις κινηματογραφικές μεταφορές των πιο επιτυχημένων θεατρικών έργων παγκοσμίως, και καταλήγω στο συμπέρασμα πως το Χάμιλτον αξίζει όλη αυτή την τεράστια αναγνώριση που λαμβάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ισορροπημένο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, το χιούμορ και τη συγκίνηση, την ιστορία και τη διαχρονικότητα, με επίκαιρα μηνύματα, σε αγγίζει ταυτόχρονα στο μυαλό και την καρδιά, η μουσική είναι υπέροχη, απλούστατα τα έχει όλα. Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να το παρακολουθήσουμε σαν να είναι μια απλή ταινία. Θα χαρακτηρίσω, επομένως, το Χάμιλτον μια σπάνια, αριστουργηματική ταινία, και ο μεγαλύτερος ενδοιασμός μου στην παραπάνω φράση είναι κατά πόσο πρέπει να θεωρείται ταινία. Αριστούργημα είναι σίγουρα.
Βαθμολογία: 9/10