Ούτε που θυμάμαι πως είχα καταλήξει να ρίχνω κλοτσιές σε ένα αυτόματο πωλητή τσιγάρων, τρεις τη νύχτα, μόνη σε έναν έρημο δρόμο της Ρώμης, ή μάλλον θυμάμαι κάτι λίγα. Πως είχα φτάσει ως την πόρτα της εισόδου μετά από ένα τζαζ φέστιβαλ και την απαραίτητη συνοδευτική οινοποσία με μια δασκάλα μου, φίνο άνθρωπο. Έβαλα τα κλειδιά στην πόρτα και σαν να το μετάνιωσα. Να πάω να κάνω τι στο άδειο μου σπίτι; Κι έξω δεν με περίμενε τίποτε, μια εβδομάδα σε αυτή την πόλη, ζήτημα να ήξερα τρεις τέσσερις ανθρώπους, δεν τους έλεγα φίλους ακόμη για να τους χτυπώ την πόρτα βραδιάτικα. Έβγαλα το κλειδί χωρίς να ανοίξω και κοντοστάθηκα.
Βάδισα ως την πλατεία χωρίς κάποιο λόγο. Ερημιά μα δεν σκιαζόμουν. Και το εστιατόριο στην γωνία, μέχρι κι αυτό είχε κλείσει, άλλα βράδια με ξενυχτούσαν τα γέλια των θαμώνων του, πάντα γεμάτο ως αργά. Ψάχνω στην τσέπη κανένα τσιγάρο για παρέα. Πιάνω μόνο ασημόχαρτο σε τσαλακωμένη ζελατίνα. Φτου!
Αν θυμάμαι κάτι καλά είναι πως εκείνο το βράδυ γνώρισα το Matteo. Εμφανίστηκε από το πουθενά και μεταξύ γέλιου και απορίας βάλθηκε να γλιτώσει το μηχάνημα από την μανία μου – «Μα τι σου φταίει;». «Μου ‘φαγε τα λεφτά» ψέλλισα με τα τότε άθλια ιταλικά μου. «Ισπανίδα είσαι;» μ’ απαντάει ρωτώντας. Μα έλα που αντήχησε μέσα μου η αιώνια συμβουλή της μαμάς – μην μιλάς σε αγνώστους – κι αποκρίθηκα αγενέστατη «Τι σε νοιάζει, άντε παράτα με». Τρόμαξε ο άνθρωπος κι έφυγε.
Πέντε λεπτά μετά και με τα τσιγάρα στο χέρι μπήκα στη διπλανή focacceria, παραδόξως ανοιχτή, να ξεθυμάνω την πείνα μου, στο σπίτι χορεύαν μόνα τα ποντίκια στο ψυγείο. «Το έσπασες τελικά;» άκουσα μια φωνή από το βάθος. Γύρισα το κεφάλι ψάχνοντας. Δύο πρόσωπα συσπώνταν από τα γέλια με αγκώνες ακουμπισμένους στον πάγκο. «Είμαι ο Matteo, κι αυτός είναι ο Diego». Να βρίσω ή να γελάσω σκέφτομαι, μα με προλαβαίνει: «Ισπανός είναι κι αυτός μίλα του». Δεν κρατιέμαι, γελάω. «Ελληνίδα είμαι» (Sono Greca) – ήθελα να πω, αλλά από λάθος γραμματικό βγήκε από το στόμα μου «Είμαι H Ελληνίδα» (Sono La Greca).
Εκείνη την στιγμή κέρδισα δυο καλούς φίλους, κι ας μην το ήξερα τότε. Έχασα όμως το όνομά μου. Έγινα η «La Greca». Το δούλεμα κράτησε χρόνια…στην αρχή για καζούρα, μετά από συνήθεια. Όπως οι καλές κολόνιες.
Ο χρόνος μας έστειλε άλλους εδώ κι άλλους εκεί.
Κι ότι μου έμεινε από τις ημέρες εκείνες, πέρα από τις μνήμες, είναι μια χαρά γλυκιά μέσα μου σαν τους ακούω καμιά φορά στην γραμμή του τηλεφώνου να με φωνάζουν ακόμα έτσι.
Και έγινε παράδοση να υπογράφω τις κάρτες που τους στέλνω όπως θα ήθελαν,
«La Greca».
Soundtrack:
2 Comments
soula
Γλυκειές μνήμες
Μην τις κλείσεις σε κανένα κουτάκι του μυαλού.
Έχε τις πάντα πρόχειρες….
lidia
ftanei eilikrina … opou na nai tha vgalo eishthrio mono phgaine!