Αν κι έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από την πρεμιέρα της πολυσυζητημένης ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου στο φεστιβάλ των Καννών, όπου και βραβεύτηκε, ο αμφιλεγόμενος Αστακός κάνει μόλις αύριο πρεμιέρα στην πιο σπουδαία κινηματογραφική αγορά του πλανήτη, αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Λογική απόφαση, καθώς οι Αμερικανοί σπανίως “αγκαλιάζουν” τέτοιου είδους ταινίες. Σε κάθε περίπτωση, είναι μάλλον αρκετή αφορμή να αφιερώσω λίγα λόγια για την ιδιαίτερη αυτή ταινία του εκκεντρικού αυτού δημιουργού.
Ο Αστακός (The Lobster, 2015) – Δράμα, 115΄
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος & Ευθύμης Φιλίππου
Πρωταγωνιστούν: Colin Farrell, Rachel Weisz, Jessica Barden
Το πρώτο πράγμα που ίσως αναρωτηθεί κανείς είναι πόσο σχετική είναι αυτή η ταινία με την Ελλάδα, μιας και έχει Έλληνα σκηνοθέτη και σεναριογράφους. Η απάντηση είναι πως η χώρα μας αναφέρεται συχνά στο σενάριο και εκπροσωπείται μέσω της μουσικής που επενδύει το έργο, καθώς και από τη συμμετοχή της Αγγελικής Παπούλια στο καστ σ΄ έναν ουσιώδη ρόλο. Επίσης, υπάρχει μια μικρή ελληνική συνεισφορά στην παραγωγή του φιλμ, αλλά αναμφίβολα η ατμόσφαιρα και οι χαρακτήρες του δε θυμίζουν Ελλάδα.
Πάμε στο διά ταύτα τώρα. Κεντρικός ήρωας είναι ο David (Colin Farrell), ο οποίος ζούσε σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται, όπως και τα περισσότερα στοιχεία της ταινίας (τυπικό στιλ Λάνθιμου), αλλά τον εγκατέλειψε η σύζυγός του κι έτσι υποχρεώθηκε να μετακομίσει σ΄ ένα ξενοδοχείο λόγω ενός ιδιότυπου κανόνα της πόλης αυτής. Συγκεκριμένα, έχει 45 μέρες στη διάθεσή του προκειμένου να βρει νέα σύντροφο στο ξενοδοχείο αυτό, που διέπεται από διάφορους παράξενους νόμους, αλλιώς θα μεταμορφωθεί σε ζώο της επιλογής του.
Λίγο περίεργη υπόθεση, δε συμφωνείτε; Προσωπικά, θεωρούσα το Λάνθιμο και τις ταινίες του κάτι από παράλογο ως ανώμαλο, κι έτσι δικαίως σκέφτηκα «όχι πάλι». Αυτή τη φορά, όμως, δεν είναι όλα τόσο παράλογα. Ή μάλλον είναι, αλλά δε διαφέρουν και πολύ απ΄ ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μπορεί η ταινία να είναι προφανώς αλληγορική και να μην ανταποκρίνεται «τυπικά» στον κόσμο που ζούμε, αλλά σχολιάζει και στηλιτεύει ορισμένα φαινόμενα του τελευταίου μ΄ ένα μοναδικό τρόπο.
Εντάξει, μπορεί στην κοινωνία μας να μη μας μεταμορφώνουν σε ζώα αν δε βρούμε σύντροφο σε διάστημα ενάμιση μήνα, αλλά μήπως δε δεχόμαστε από παντού πιέσεις να ψάξουμε να βρούμε το «άλλο μας μισό»; Μήπως δε θεωρούμαστε περίεργοι αν δεν το καταφέρουμε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα; Μήπως δεν πέφτουν σχεδόν όλοι πάνω μας όταν το βρούμε για να δουν πώς θα εξελιχθεί, συχνά με ιδιοτελείς προθέσεις; Και μήπως δεν υπάρχουν και οι άλλοι, οι δήθεν αμετανόητοι εργένηδες, που προσπαθούν να μας πείσουν πως «πιο καλή η μοναξιά», χωρίς να το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι;
Όλα αυτά τα φαινόμενα παρουσιάζονται στην ταινία με μια σουρεαλιστική αλληγορική ματιά. Φυσικά, οι υπερβολές δε λείπουν, Λάνθιμος είσαι. Κι αν κάποιες απ΄ αυτές συμβαδίζουν μ΄ αυτό που θέλει να τονίσει ο σκηνοθέτης, μερικές βρίσκονται εκεί χωρίς ουσιαστική αιτία, πιθανότατα απλώς για να προκαλέσουν.
Όπως δε λείπει επίσης κι αυτή η ξαφνική και βίαιη εναλλαγή μεταξύ ακραίου (σε υπερβολικό βαθμό) ρεαλισμού και φαντασίας. Άλλωστε, ο Λάνθιμος αντιλαμβάνεται τον κινηματογράφο σύμφωνα με τον ορισμό του (moving picture) και, αν και εξαιρετικός στον τομέα της φωτογραφίας και της στάσιμης εικόνας, δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συνέχεια και τη συνοχή του σεναρίου. Γι΄ αυτόν, όπως και για το μεγάλο Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ο κινηματογράφος δεν είναι παρά μια σειρά εικόνων που δε χρειάζεται απαραίτητα να ταιριάζουν μεταξύ τους.
Όσοι έχετε δει τον Κυνόδοντα ή κάποια άλλη ταινία του Λάνθιμου, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Σας διαβεβαιώ όμως πως εδώ τουλάχιστον έχει και κάτι να πει ο ποιητής, κι επίσης έχει στη φαρέτρα του ένα πολύ δυνατό διεθνές καστ (στη φωτογραφία δεξιά ο Colin Farrell με τη Rachel Weisz) σε αντίθεση με τους ατάλαντους, κατά πλειοψηφία, ερασιτέχνες που χρησιμοποιούσε στο παρελθόν.
Δυστυχώς, όμως, οι προσδοκίες που γεννά το έργο με αυτή την ιδιαίτερη αλλά έξυπνη «παράλογη λογική» του διαψεύδονται στα τελευταία 20 λεπτά. Όχι μόνο τα τελευταία μοιάζουν κουραστικά και χωρίς νόημα, αλλά ίσως καταστρέφουν ολόκληρη την προσπάθεια της ταινίας να βγάλει νόημα. Φυσικά, ο θεατής έχει κατανοήσει από πριν κάπως το μήνυμα του Λάνθιμου, αλλά το φινάλε καθιστά αδύνατη την πλήρη αποκρυπτογράφησή του. Ίσως αυτός να ήταν και ο στόχος του, φυσικά.
Κλείνοντας, πιστεύω καταλάβατε πως ο Αστακός δεν πρόκειται για μια mainstream ταινία, έστω κι αν είναι μακράν ό,τι πιο συμβατικό έχει γυρίσει ο Λάνθιμος. Χάρη (και) στο σημαντικό μπάτζετ που είχε στη διάθεσή του, ο εκκεντρικός δημιουργός παρουσίασε επιτέλους κάτι σοβαρό και συγκροτημένο που μπορεί να το εκτιμήσει και κάποιος που δεν είναι της «βαριάς κουλτούρας». Αν και το στιλ του είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με τα γούστα μου, οφείλω αυτή τη φορά να του αναγνωρίσω την ικανότητα να δημιουργήσει κάτι αξιοπρεπές και με νόημα. Αν είχε και ροή και ρυθμό το όλο πράγμα, βέβαια, θα ήταν ακόμη καλύτερα.
Βαθμολογία: 6,5/10