Αν και δέχεται πυρά πανταχόθεν (και όχι άδικα), ο 82χρονος πλέον Γούντι Άλεν εξακολουθεί να γυρίζει μία ταινία το χρόνο, ακούραστος κι αγέραστος. Για το 2017 μας παρουσίασε ένα τυπικό ανάλαφρο δράμα που αναπαράγει τις περισσότερες από τις γουντιαλενικές παραδόσεις που τόσο λατρέψαμε ή/και μισήσαμε ταυτόχρονα.
Wonder Wheel (2017) – Δράμα εποχής, 100΄
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Woody Allen
Πρωταγωνιστούν: Kate Winslet, Justin Timberlake, Jim Belushi, Juno Temple
Στο Κόνι Άιλαντ της Νέας Υόρκης, στη δεκαετία του ΄50, η εύθραυστη ισορροπία μιας προβληματικής οικογένειας θα τεθεί σε κίνδυνο από την επανεμφάνιση της κόρης του πατέρα, και τη γνωριμία της μητέρας μ΄ ένα νεαρό συγγραφέα που εργάζεται ως ναυαγοσώστης.
Όπως οι περισσότερες ταινίες του Άλεν, έτσι κι αυτή έχει αφηγητή, ο οποίος όμως συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα. Πρόκειται για ένα ακόμα αντίγραφο του Γούντι Άλεν, ένα νεαρό συγγραφέα (Justin Timberlake) που εκτελεί χρέη ναυαγοσώστη στο Coney Island των 50΄s. Παρορμητικός, ρομαντικός και γοητευτικός, διατηρεί παράνομη σχέση με μια ώριμη πλην ακόμη γοητευτική –όταν θέλει- πρώην ηθοποιό (Winslet), παγιδευμένη σ΄ έναν αποτυχημένο γάμο μ΄ ένα μάλλον άξεστο μεσόκοπο (Belushi).
Ένας λόγος που κατηγορούνται οι ταινίες του Γούντι Άλεν είναι πως οι άνδρες πρωταγωνιστές συχνά βλέπουν τις γυναίκες ως ερωτικά ανταλλάξιμα αντικείμενα (χωρίς να τιμωρούνται γι΄ αυτό, τουναντίον ενίοτε ανταμείβονται), και ο νεαρός ήρωας εδώ δεν αποτελεί εξαίρεση. Όταν μπει στο παιχνίδι η νέα κι όμορφη κόρη του προαναφερθέντος συζύγου, την οποία ταυτόχρονα κυνηγά η μαφία, θα εστιάσει εκεί την προσοχή του δημιουργώντας μια κατάσταση-δυναμίτη έτοιμο να εκραγεί.
Αν και αμφιλεγόμενος, ο Άλεν είναι μοναδικός στο να δημιουργεί και να μας διηγείται, μέσα από το φακό, τέτοιες μπερδεμένες ιστορίες, κι αυτό γιατί οι ήρωές του, παρά τα πάθη και τις αδυναμίες τους, κερδίζουν τη συμπάθεια του κοινού. Εδώ κάτι τέτοιο συμβαίνει, ωστόσο. Όχι μόνο δε μπορείς να ταυτιστείς με κανέναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες, αντιθέτως όσο περνά η ταινία τους μισείς ή/και τους λυπάσαι ολοένα και περισσότερο. Όλοι τους είναι υπέρ το δέον είτε εγωιστές, ματαιόδοξοι και συμφεροντολόγοι είτε περιορισμένης ευφυίας και αντίληψης και κατά συνέπεια άμοιροι ευθυνών. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, όπως έγραψε κι ο Βάρναλης.
Εκτός των άλλων, οι χαρακτήρες αυτοί στερούνται πλήρως αίσθησης του χιούμορ, μ΄ αποτέλεσμα να μην υφίσταται ούτε κωμικό στοιχείο, από τα βασικά ατού του Άλεν. Τελείως; Όχι. Ευτυχώς υπάρχει ένας τελείως δευτερεύων χαρακτήρας, ο πυρομανής μικρός γιος της οικογένειας, που με τα καμώματά του λειτουργεί ως η τέλεια κωμική ανακούφιση.
Ανακούφιση όχι αρκετή, ωστόσο, καθώς η ταινία κυλά μάλλον βαρετά και, όταν έρχονται οι ανατροπές του σεναρίου, δείχνουν κι αυτές ανέμπνευστες και προβλέψιμες, ειδικά για όποιον έχει δει παλαιότερα αριστουργήματα του 82χρονου δημιουργού, στα οποία κάθε λεπτό συμβαίνει και κάτι που δεν περίμενες. Ο Άλεν, πάντως, προσεγγίζει ικανοποιητικά την ατμόσφαιρα της εποχής, μέσω και της μονότονης αλλά ευχάριστης μουσικής επένδυσης.
Μπορεί να εξακολουθεί, όπως ανέφερα στην αρχή, να είναι ενεργός, αλλά μετά τα Μεσάνυχτα στο Παρίσι (2011), που έκλεισαν μια χρυσή γι΄ αυτόν περίοδο, ο Άλεν δείχνει να έχει χάσει το μαγικό του άγγιγμα. Τα τελευταία 3-4 χρόνια, μάλιστα, κάθε ταινία μοιάζει να είναι κατώτερη από την προηγούμενη. Σε συνδυασμό με την προχωρημένη ηλικία και την ανηλεή κριτική που δέχεται, ίσως είναι ένα μήνυμα για τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη να αραιώσει τη συχνότητα με την οποία γυρίζει νέα έργα, ή ακόμη και να αποχωρήσει όσο πιο αξιοπρεπώς μπορεί από το προσκήνιο.
Σε κάθε περίπτωση, το Wonder Wheel ήταν μια ταινία που μάλλον μ΄ έκανε να μετανιώσω για το εισιτήριο που πλήρωσα για να τη δω. Αν και θαυμαστής –σε επαγγελματικό καθαρά επίπεδο, σε προσωπικό τον θεωρώ διεστραμμένο κάθαρμα- του Γούντι Άλεν, οφείλω να ομολογήσω πως ίσως έχει φτάσει η ώρα να πέσει η αυλαία…