Αισίως στα 85 του χρόνια, μετά από πάνω από μισό αιώνα αδιάκοπης παραγωγής ταινιών, ο Γούντι Άλεν συνεχίζει απτόητος, παρά τα ουκ ολίγα εσωτερικά (η γνωστή υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης) και εξωτερικά (πανδημία) προβλήματα. Αυτή τη φορά μας ταξιδεύει στο Σαν Σεμπαστιάν, στη βόρεια Ισπανία (χώρα των Βάσκων) για μια ταινία βαθύτατα… κινηματογραφική, γυρισμένη στο τυπικό στιλ Γούντι Άλεν, με όσα θετικά και αρνητικά συνεπάγεται αυτό.
Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν (Rifkin’s Festival, 2020) – Κομεντί/δράμα, 92΄
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Woody Allen
Πρωταγωνιστούν: Wallace Shawn, Gina Gershon, Elena Anaya, Louis Garrel
Ένας μεσήλικας συγγραφέας συνοδεύει την πολύ νεότερη σύζυγό του στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου υποπτεύεται πολλά για τη σχέση της μ΄ ένα νεαρό επιτυχημένο σκηνοθέτη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, και ο ίδιος κάνει μια γνωριμία που μπορεί να αλλάξει πολλά.
Το κόνσεπτ το έχουμε δει περίπου στις… μισές ταινίες του Γούντι Άλεν. Μεγαλοαστοί χαρακτήρες, με καλλιτεχνική φύση, εσωτερικές αναζητήσεις, ψυχολογικά, ψάχνουν τις απαντήσεις για τον έρωτα, τη ζωή, τον άνθρωπο, το θάνατο. Απατούν, ερωτεύονται, μετανιώνουν, όλα μ΄ ένα γλυκόπικρο αλλά, με λίγες εξαιρέσεις, όχι γλυκανάλατο, τρόπο. Και, φυσικά, ένας νευρώδης, ανικανοποίητος πρωταγωνιστής στα πρότυπα του ίδιου του Άλεν, τον οποίο εξάλλου υποδυόταν ο ίδιος μέχρις ότου μεγάλωσε… υπερβολικά για κάτι τέτοιο. Last, but not least, που λένε και οι Αμερικάνοι, μια όμορφη πόλη, μαγευτικά τοπία, ωραία πλάνα, νοσταλγική ατμόσφαιρα, καλλιτεχνικές (κυρίως σινεφίλ) αναφορές και λίγο ασπρόμαυρο για να τονίσει τα όνειρα του πρωταγωνιστή.
Παρότι σχεδόν όλες – και μιλάμε για πάνω από πενήντα – οι ταινίες του Γούντι Άλεν μοιράζονται ομοιότητες στο στιλ και τη θεματολογία, μετά το αριστουργηματικό Μεσάνυχτα στο Παρίσι (2011), ο σπουδαίος αυτός δημιουργός μάλλον έχει στερεύσει από πρωτοτυπία. Δε θα λέγαμε πως οι ταινίες του έκτοτε είναι ίδιες, αλλά ότι περιστρέφονται γύρω από τα ίδια θέματα, που περιγράφονται με παρόμοιο τρόπο, με διαφορετικές πινελιές κάθε φορά. Οι ταινίες του αρνούνται να προχωρήσουν στο χρόνο, μένοντας σ΄ ένα νοσταλγικό παρελθόν που μοιάζει ταυτόχρονα γοητευτικό και ξεπερασμένο. Για όσο ακόμα αντέχει η καρδιά, το μυαλό και το σώμα του, ο Γούντι Άλεν θα ζήσει και θα πεθάνει (κινηματογραφικά μιλώντας, προφανώς) με αυτό το στιλ που αποτελεί εδώ και χρόνια το σήμα κατατεθέν του.
Στο Φεστιβάλ του Ρίφκιν ο Άλεν επιστρέφει στην Ισπανία, αλλά δεν υπάρχει τίποτα κοινό με το μπρίο και τη μεσογειακή ομορφιά του Vicky, Christina, Barcelona. Το Σαν Σεμπαστιάν είναι μια λιγότερο κοσμοπολίτικη πόλη στο βορρά, και ο Άλεν το χρησιμοποιεί για να το αντιπαραθέσει με μεγαλουπόλεις όπως η αγαπημένη του Νέα Υόρκη. Η πόλη της χώρας των Βάσκων γίνεται το πεδίο δράσης των πρωταγωνιστών, με επίκεντρο το γνωστό φεστιβάλ κινηματογράφου που διεξάγεται εκεί.
Γι΄ αυτό το λόγο, εξάλλου, η ταινία είναι γεμάτη σινεφίλ αναφορές, τόσες και τόσο περίπλοκα τοποθετημένες που ακόμα κι ένας ένθερμος λάτρης της έβδομης τέχνης δυσκολεύεται να τις εντοπίσει όλες. Μπέργκμαν, Όρσον Γουέλς, Μπουνιουέλ, Φελίνι και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί αναφέρονται συχνά αλλά δέχονται και φόρο τιμής μέσα από σουρεαλιστικά σκηνικά ονείρων που αναπαριστούν γνωστές σκηνές από ταινίες τους. Οι σκηνές αυτές δεν εξυπηρετούν πρακτικά κάποιο σκοπό πέρα από να εκφράσουν την αγάπη του δημιουργού τους για τον κινηματογράφο, και δη τον κλασικό. Είναι σαφές πως όσοι θεατές μοιράζονται την αγάπη αυτή θα βρουν τις σκηνές αυτές τουλάχιστον ενδιαφέρουσες, οι υπόλοιποι μάλλον ακατανόητες.
Όπως έγραψα και πριν, ο Γούντι Άλεν και σε αυτή την ταινία αρνείται πεισματικά να προχωρήσει στο χρόνο και να κάνει πιο “ταιριαστά” στην εποχή τα έργα του. Οι χαρακτήρες του παραμένουν λευκοί, οικονομικά βολεμένοι, σε σχέσεις που μοιάζουν ξεπερασμένες (ο μεσήλικας άνδρας με την πολύ μικρότερη γυναίκα) και κανένα από τα θέματα που πραγματεύεται η ταινία δε φαίνεται να προσεγγίζεται με μια πιο σύγχρονη, politically correct οπτική.
Αν είχαμε να κάνουμε με οποιονδήποτε άλλον, όλα αυτά θα ήταν μάλλον ασυγχώρητα. Ο Άλεν, ωστόσο, κατορθώνει να τα παρουσιάζει όλα τόσο μοναδικά, ατμοσφαιρικά, νοσταλγικά, ρομαντικά και υπαρξιακά, ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν προχωρά με την εποχή όχι γιατί είναι ξεπερασμένος, αλλά γιατί η δική του εποχή δεν ανταποκρίνεται σε καμία πραγματική. Ο μικρόκοσμος των ταινιών του υπερβαίνει το χρόνο και δε χωράει κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μπορεί κανείς να του ασκήσει κριτική που δεν εκσυγχρονίστηκε; Προφανώς, και θα έχει και – εν μέρει – δίκιο. Ωστόσο, εφόσον δεν το έκανε τόσα χρόνια, θα ήταν μάλλον παράλογο να του το ζητήσουμε στα 85 του. Αυτός είναι, take it or leave it.
Δεν ανέφερα καθόλου τους ηθοποιούς, γιατί δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να πει κανείς γι΄ αυτούς. Η δουλειά τους είναι απλώς να μεταφέρουν τους χαρακτήρες που αναπτύσσει ο Άλεν στην οθόνη, και την κάνουν ικανοποιητικά. Εξαιρετική η φωτογραφική και η μουσική επένδυση της ταινίας, καθώς και κάποιοι διάλογοι που μοιάζουν διαχρονικοί.
Η άποψη του θεατή για την ταινία αυτή εξαρτάται απόλυτα από τη γενικότερη άποψη που έχει για το δημιουργό της. Οι φαν του Γούντι Άλεν, δε θα ξετρελαθούν, αλλά θα δουν ακόμα μια ωραία ταινία του, όπως μόνο αυτός ξέρει να γυρίζει. Οι υπόλοιποι, καλύτερα να την προσπεράσουν, καθώς ακόμα κι αν κάποιος/α δεν έχει άποψη, αυτή η ταινία δεν είναι η καλύτερη επιλογή για να σχηματίσει. Υπάρχουν φήμες πως πρόκειται για την τελευταία ταινία στην καριέρα του μοναδικού, πλην αμφιλεγόμενου, ανθρώπου, καθώς ο χρόνος νικά τους πάντες, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε να αντιμετωπίσει κι άλλα προβλήματα, τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω. Αν όντως επαληθευτούν, ο Άλεν έφυγε με τον τρόπο που του άρμοζε: με μια γλυκιά, όχι εντυπωσιακή, ταινία, που αναδεικνύει την αγάπη του για την έβδομη τέχνη, τα πάθη, τις σκέψεις και την οπτική του για τον κόσμο.
Βαθμολογία: 7/10